Με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα κατά των Ναρκωτικών και σε μια προσπάθεια να αντιληφθούμε την ουσία των προγραμμάτων απεξάρτησης μεταφέρουμε εδώ αποσπάσματα από μια εξαιρετική συνέντευξη της Κατερίνας Μάτσα, η οποία είναι η ηθική αλλά και πρακτική αυτουργός της Μονάδας Απεξάρτησης «18 Άνω».
Σχεδόν σαράντα χρόνια προσπαθεί να βοηθήσει νέους ανθρώπους να ξεφύγουν από τα πάθη τους και τους εθισμούς. Η συνέντευξη – η οποία δόθηκε πέρισυ στο Σταύρο Διοσκουρίδη – αναφέρεται σε μια μελέτη που εκδόθηκε με αφορμή τη δουλειά της, μελέτη που συνδέει το προσωπικό πένθος με τη χρήση ουσιών.
«…Ο στόχος του συγκεκριμένου βιβλίου, που μιλάει για τον θάνατο, είναι να υπηρετήσει τη ζωή, τελικά…
Πρόκειται για παρατηρήσεις πολλών χρόνων. Παρατηρήσαμε, ότι μια μεγάλη κατηγορία ανθρώπων που μπαίνουν στα ναρκωτικά κουβαλούν επάνω τους πολλούς θανάτους. Θανάτους που αφορούν συγγενικά πρόσωπα, θανάτους που έχουν σημαδέψει την οικογένεια σε προηγούμενες γενιές. Και το πένθος, στις περιπτώσεις αυτές που δεν επιτελέστηκε, μεταφέρθηκε επιγενιακά.
Σε έναν μεγάλο αριθμό τοξικομανών είδαμε ότι η στροφή στα ναρκωτικά ακολουθεί τη μεγάλη απώλεια. Τα περιστατικά που παρουσιάζονται είναι πάρα πολύ ενδεικτικά, γιατί βλέπει κανείς ότι ακολούθησαν μια πορεία, κουβαλώντας αυτό το τοπίο. Η άλλη παρατήρηση ήταν πως αν δεν υπάρχει κίνητρο, δεν γίνεται τίποτα, ή πως, αν δεν είναι δική του επιλογή, δεν μπορώ να βοηθήσω. Η δική μας πεποίθηση, ως 18 Άνω, είναι πως το κίνητρο δεν πέφτει από τον ουρανό. Πολλά παιδιά, και αυτό φαίνεται και στις περιγραφές συνεδριών που υπάρχουν στο βιβλίο, κυρίως γυναικών, δηλώνουν ότι δεν μπορούν να σταματήσουν. Ψάχνοντας αυτές τις περιπτώσεις, λοιπόν, των ανθρώπων που λένε “ήπια για να έρθω”, είδαμε ότι δεν επικαλούνται τα στερητικά σύνδρομα, αλλά κάτι βαθύτερο μέσα τους. Αυτό το αίσθημα της παγωνιάς, του θανάτου. Το ψάξαμε, και σε αυτές τις περιπτώσεις βρήκαμε πάλι ένα αδύνατο πένθος.
Ο ελληνικός λαός, επί παραδείγματι, δεν έχει πενθήσει για τον Εμφύλιο, που έχει παραμείνει, έτσι, μια ανοιχτή πληγή στην ελληνική κοινωνία. Χρησιμοποιήθηκε, λοιπόν, αυτή η πολύ μικρή ομάδα τοξικομανών, προκειμένου να ανοίξει η συζήτηση για το πένθος. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να κάνει η ελληνική κοινωνία για να μπορέσει να προχωρήσει. Όταν χάνεις κάτι που σημαίνει πολλά για σένα, αλλάζεις κι εσύ ο ίδιος. Αυτό το έλεγε πολύ ωραία η Τζούντιθ Μπάτλερ. Και η δική σου ταυτότητα είναι διαφορετική μετά. Για να συνεχίσεις τη ζωή σου και να κάνεις μια καινούργια αρχή πρέπει να αποδεχτείς την απώλεια. Αυτό πρέπει να κάνει η ελληνική κοινωνία, αν θέλει να πάει παρακάτω».
Η εποχή που περνάμε, της κρίσης και της αναταραχής, είναι η κατάλληλη ώστε να προχωρήσει η κοινωνία σε μια φάση αναστοχασμού. Αλλά πώς συνδέεται μια προσωπική κατάσταση, όπως το πένθος, με την κοινωνία, χωρίς να μπαίνει σε καλούπια;
«Ο καθένας μέσα στην κοινωνία αυτή, και ίσως περισσότερο στην προηγούμενη, έχει νεκρούς που δεν μπόρεσε, δεν πρόλαβε, δεν τον άφησαν να τους θρηνήσει. Αυτό αποκτά γενικό χαρακτήρα και με την ίδια έννοια εντάσσεται στην κοινωνία, ώστε να το δουλέψει.
Ας πάρουμε παράδειγμα την υπόθεση της εξόντωσης των Εβραίων ή και των Αρμένιων. Σαφώς ο κάθε επιζών ή αυτοί που δεν πήγαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης πρέπει να επεξεργαστούν αυτό που συνέβη μέσα τους. Είναι πάρα πολύ δύσκολο ν’ απορροφήσουν κάτι τόσο μεγάλο, που τους ξεπερνά. Το γεγονός της εξόντωσης επηρεάζει τον λαό που την υπέστη, άρα επηρεάζει και την κοινότητά του. Τις τελετές, τον τρόπο που ζει».
Σύμφωνα με έρευνες, είναι πολύ εμφανές πόσο κοινωνική είναι η φύση της εξάρτησης σε σχέση με παλαιότερες εποχές. Τη δεκαετία του ’70 ήταν αδύνατο να ισχυριστεί κάποιος πως το 3% θα εξαρτιόταν από το διαδίκτυο.
«Σε έρευνα που έχουμε κάνει εδώ με τον υπεύθυνο του 18 Άνω για τον εθισμό στο ίντερνετ, έχουμε βρει ότι ένα 11% κάνει προβληματική χρήση του διαδικτύου. Η εξάρτηση, λοιπόν, αναπτύσσεται σε ένα κοινωνικό πλαίσιο τόσο ασφυκτικό, που το ευάλωτο υπόστρωμα δεν αντέχει και ψάχνει τρόπους να ξεφύγει. Τα ναρκωτικά προωθούνται ταυτόχρονα με θετικό και αρνητικό τρόπο, δηλαδή το σύστημα λέει στον εξαρτώμενο ότι τον θέλει στο περιθώριο και του δείχνει τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να πάει εκεί. Νόμιμους και παράνομους. Αλλά τον θέλει στο περιθώριο».
Είναι πολλές οι πτυχές – και όχι μόνο αρνητικές – των επιπτώσεων της κρίσης στη διαμόρφωση των σύγχρονων εθισμών. Οι διάφορες σχέσεις, από τις οικογενειακές μέχρι τις φιλικές, τις εργασιακές και τις πολιτικές, δοκιμάζονται από τα αποτελέσματα της οικονομικής κατάρρευσης, χωρίς να επηρεάζεται όμως το σύστημα καθεαυτό.
«Δεν μπορούμε να δώσουμε αριθμητικά δεδομένα, λόγω του ότι είναι πολύ πρόσφατα. Όμως εμπειρικά μπορούμε να μιλήσουμε, γιατί βλέπουμε ν’ αυξάνεται η προσέλευση. Καταρχάς, αυξάνεται το ποσοστό των ανθρώπων που καταφεύγουν στις ουσίες, καθώς και η διάδοση κάθε είδους εξαρτήσεων. Από την άλλη, μειώνονται οι ευκαιρίες για επανένταξη. Υπάρχει πολύ μεγάλο ποσοστό ανεργίας. Πώς θα πείσεις την αγορά εργασίας; Ακόμη, αυξάνεται ο κοινωνικός ρατσισμός απέναντι στους τοξικομανείς. Και, φυσικά, ο ρατσισμός γενικότερα. Γίνεται πιο κατασταλτική, πιο αυστηρή η κοινωνία. Πιο εύκολα, δηλαδή, θα τους στείλει στη φυλακή. Ενισχύονται τα κοινωνικά στερεότυπα.
Επιπλέον, αυτήν την εποχή μειώνονται οι δυνατότητες της θεραπείας. Στραγγαλίζονται τα προγράμματα, κυρίως της απεξάρτησης. Προωθείται η αντίληψη ότι είναι θεραπεία η συντήρηση με τα υποκατάστατα και περνάει το σκεπτικό ότι ο τοξικομανής είναι χρόνιος ασθενής και ανίατη περίπτωση, ότι θα έχει φωτεινά διαλείμματα, αλλά θα αρρωστήσει ξανά. Και αποθαρρύνεται και ο ίδιος».
Στην οικογένεια η κρίση υποχρεώνει τους γονείς να κάνουν τα πάντα, ξοδεύοντας τον χρόνο τους από εδώ κι από εκεί, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, με αποτέλεσμα το παιδί να νιώθει εγκαταλελειμμένο, αβοήθητο.
«Σε μία εποχή τόσο σκληρή και τεχνολογικά ανεπτυγμένη, αυτό που βγαίνει πιο συχνά απ’ τους συνανθρώπους μας είναι η ανάγκη να ακούσουν το “σ’ αγαπώ”. Από μόνη της η κρίση επιφέρει κατάθλιψη, φοβία, πανικό. Σε άλλους προκύπτει απλά ως ένα αίσθημα δυσφορίας. Κι έτσι καταφεύγουν στα ναρκωτικά, που τους δίνουν τη δυνατότητα να αισθάνονται σημαντικοί, τη θαλπωρή που χρειάζονται και, το κυριότερο, καταπνίγουν τον πόνο. Το κοινό σε όλους τους ασθενείς είναι ένας τεράστιος ψυχικός πόνος. Και αυτό τους ναρκώνει. Γι’ αυτό, όταν σταματάνε τη χρήση, αυτό που είναι πιο έντονο είναι αυτό το αίσθημα άγχους. Περισσότερο και από τους σωματικούς πόνους, δεν αντέχουν το άγχος».
Το ίδιο πράγμα συμβαίνει και με το ίντερνετ,
«όπου είσαι το avatar σου. Νιώθεις ότι είσαι μια άλλη περσόνα. Κάτι διαφορετικό και πιο σημαντικό».
Επίσης, πάντα θα υπάρχει το γνωστό παιχνίδι με την εξουσία και τον νόμο.
«Όταν λέω νόμο, δεν εννοώ την παραβατικότητα αλλά την ύπαρξη κανόνων και ορίων. Να ξέρουμε πού πρέπει να σταματήσουμε. Να υπάρχουν κάποιες αξίες. Αυτά τα παιδιά, μεγαλώνοντας, είναι εύκολο να περάσουν στην παραβατικότητα. Την οποιαδήποτε παραβατικότητα. Και, φυσικά, προβαίνουν σε παραβατικές πράξεις, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη δόση τους. Η μερική αποποινικοποίηση σαφώς θα περιορίσει αυτήν τη συμπεριφορά. Όμως είναι πιο βαθύ το ζήτημα απ’ το νομικό καθεστώς των ουσιών. Γιατί, πραγματικά, η παραβατικότητα μπορεί να υπάρχει ακόμη και αν η ουσία που χρησιμοποιούν είναι μισοπαράνομη ή δεν διώκεται».
Τέλος, υπάρχει και η κατηγορία ανθρώπων που δεν ανήκουν στους αποκλεισμένους, που έχουν δουλειά και δεν θα μπορούσες να τους χαρακτηρίσεις απελπισμένους και στα όρια της επιβίωσης, αλλά έχουν βάλει τα ναρκωτικά για τα καλά στη ζωή τους.
«Ο κοινωνικός χαρακτήρας των εξαρτήσεων μας εξηγεί την περίπτωση. Υπάρχουν άνθρωποι που η ζωή τους, είτε έχει συγκεκριμένες δυσκολίες είτε όχι, έχει αρχίσει ν’ αδειάζει από νόημα, από στόχους και όραμα. Εμείς, στο πρόγραμμα, προσπαθούμε να τους ξαναδώσουμε το όραμα. Πρόκειται για παιδιά που ζουν μια αδιάκοπη, επαναλαμβανόμενη ρουτίνα και γι’ αυτό προσπαθούν να ξεφύγουν. Είτε με ναρκωτικά, είτε με χάπια, είτε κολλώντας στο ίντερνετ και, παίζοντας παιχνίδια, είτε με οτιδήποτε άλλο».
Το μέτρο σύγκρισης για όλα σε εθνικό επίπεδο τα τελευταία χρόνια ήταν η Αργεντινή, που γνώρισε μια παρόμοια κρίση στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Εκεί, μαζί με την ανάπτυξη (που εδώ θα κάνουμε χρόνια να τη δούμε), εμφανίστηκε το πάκο, μια κακή επεξεργασία της κοκαΐνης που θέρισε στις φτωχογειτονιές του Μπουένος Άιρες και των υπόλοιπων αστικών κέντρων. Τα αποτελέσματά της ήταν φρικιαστικά. Παρόμοια είναι και του «σίσα», ενός ναρκωτικού που παρασκευάζεται αποκλειστικά στην Αθήνα (πέριξ του λόφου του Στρέφη έγραφε η «Καθημερινή») και αποκαλείται «κόκα των φτωχών». Εμφανίστηκε στην Αθήνα το 2010, είναι ενέσιμη και κοστίζει περίπου 20 ευρώ το γραμμάριο και 1 με 2 ευρώ η δόση. Τα συστατικά της είναι ένα μείγμα μεθαμφεταμίνης, υδροχλωρικού οξέος, αιθανόλης και υγρών μπαταρίας αυτοκινήτου. Οι παρενέργειες είναι παρόμοιες με της κοκαΐνης, τα συμπτώματα, όμως, αποκαρδιωτικά.
«Τριάντα χρόνια δουλεύω με τοξικομανείς, δεν έχω δει τέτοια μεταμόρφωση των ανθρώπων, όπως με το σίσα. Είναι τρομακτικό. Σαν να λιώνουν τα εσωτερικά όργανα. Και όμως, επειδή είναι απελπισμένοι, το παίρνουν και κυκλοφορεί πάρα πολύ στην αγορά»,
εξομολογείται η κ. Μάτσα και συμπληρώνει πως παρά το ότι τη θεωρούμε το ναρκωτικό των πλουσίων
«η κοκαΐνη είναι πια το ναρκωτικό της πιάτσας. Όλοι παίρνουν κοκαΐνη. Υπάρχουν εποχές που η κοκαΐνη είναι πιο φθηνή από την ηρωίνη, ανάλογα με τα φορτία και το πώς καθορίζονται οι τιμές. Δεν είναι πια το ναρκωτικό των πλουσίων, έχει μπει στην καθημερινότητα. Ας πούμε, στο τμήμα των εφήβων που έρχονται εδώ, πρώτη ουσία είναι το χασίς, δεύτερη η ηρωίνη και η κοκαΐνη, σχεδόν σε ίσο ποσοστό».
Ένα από τα θετικά των ημερών είναι πως τα μέτρα που έχουν επανειλημμένως παρθεί οδήγησαν στην επανασυγκρότηση συλλογικοτήτων που διεκδικούν τα δικαιώματα που παρέσυρε το ποτάμι της κρίσης. Η κ. Μάτσα μας θυμίζει πως
«υπάρχει ένα καταπληκτικό βιβλίο τεσσάρων ψυχιάτρων της Κατοχής, οι οποίοι έκαναν μία έρευνα στα νοσοκομεία εκείνης της περιόδου. Έχει τον τίτλο Η ψυχοπαθολογία του άγχους, του φόβου και της πείνας τον καιρό της Κατοχής. Εκδόθηκε το 1947 κι επανεκδόθηκε το 1991. Εκεί αποδεικνύεται ότι γλίτωσαν από την ψυχική εκμηδένιση μόνο όσοι οργανώθηκαν και λειτούργησαν συλλογικά και οργάνωσαν την αντίσταση τους. Χωρίς αυτά τα ερείσματα της συλλογικής αντίδρασης δεν υπάρχεις ως άνθρωπος, εκμηδενίζεσαι. Ευτυχώς, δεν υπάρχει ακόμα το συναίσθημα της ήττας.
Εγώ θα το έβλεπα περισσότερο ως αναμονή. Τώρα περιμένουν όλοι τι θα γίνει από εδώ και πέρα. Και όλοι ρωτούν τι θα γίνει, τι θα κάνουμε; Αυτός ο προβληματισμός είναι κάτι πολύ θετικό για την εποχή μας. Και αυτή η ανάγκη ν’ αντισταθούμε σε κάτι που έρχεται να μας συνθλίψει και που δεν το περιμέναμε είναι πραγματικά ελπιδοφόρα. Οι διαδηλώσεις, τα κοινωνικά ιατρεία, διάφορες τέτοιες μορφές συλλογικότητας, το έχουν δείξει καθαρά αυτό. Υπάρχει ένας αναβρασμός. Οι άνθρωποι που κάθονταν στον καναπέ τους βγήκαν πια έξω. Και μολονότι τα ΜΜΕ παρουσιάζουν μ’ έναν τρομοκρατικό τρόπο και τη χρεοκοπία και την κατάρρευση και τους ακροδεξιούς και τους ακροαριστερούς, δεν πιστεύω ότι ο λαός είναι τρομοκρατημένος. Σαφώς απλώνεται ένα κύμα φόβου, αλλά δεν τον έχουν συνθλίψει όπως θα ήθελαν».
«Η ένταξη σε συλλογικότητες λειτουργεί ως αντίδοτο και στην κρίση και στις εξαρτήσεις».
Πηγή: http://www.lifo.gr
Filed under: Έρευνα,Αποκλίνουσα Συμπεριφορά,Ανθρώπινη Ανάπτυξη,Διαφορετικότητα,Εφηβεία,Εξαρτήσεις,Κείμενα,Νέα για Νέους,Οικογένεια,Συναισθηματική Αγωγή,Υγεία | Leave a comment »