Απόψεις εξαιρετικά διαφωτιστικές που αφορούν στην εφηβεία και στη βία, η οποία χαρακτηρίζεται ως η μεγαλύτερη εξάρτηση-επανάληψη στον πλανήτη, στο ψυχικό τραύμα που προκαλείται από την κακοποίηση, στη σκληρότητα που γίνεται το κύριο εκφραστικό μέσο μιας νεανικής ομάδας και βεβαίως στο λόγο της παιδείας, που χωρίς κατανόηση του παιδιού γίνεται τελικά σαν ένας λόγος βίας που φέρνει μία καινούργια βία… Όλα τούτα τα εξαιρετικά επίκαιρα και καθώς φαίνεται διαχρονικά, στο γυμνό λόγο ενός ψυχαναλυτή.
Διαβάστε λοιπόν τις απόψεις του Κώστα Νασίκα, ο οποίος διδάσκει ψυχανάλυση στο Πανεπιστήμιο της Λυών και είναι ιατρικός υπεύθυνος του Οίκου Εφήβων της ίδιας πόλης. Τα ιδιαίτερα εμπνευσμένα σκίτσα του Δημήτρη Σταμούλη, συνοδεύουν την ανάγνωση προκαλώντας μας γλυκόπικρα μειδιάματα…
Ένα παιδί γίνεται βίαιο. Από μικρό παιδί, ακόμα κι από δύο χρονών. Η βία γενικά είναι φυσιολογική αντίδραση άμυνας. Δεν είναι κάτι το διαβολικό. Είναι φυσιολογική αντίδραση άμυνας για την επιβίωση, όταν είμαστε σε κάποιον κίνδυνο, ή όταν εμείς οι άνθρωποι έχουμε μια αίσθηση αδικίας. Μέσα στην αίσθηση αδικίας, κινδύνου, κλπ, αναπτύσσεται η διαδικασία του να αυτοαμυνθούμε.
Το μικρό παιδί ουσιαστικά, για την άμυνά του υπολογίζει στους μεγάλους και κυρίως στους γονείς του, ή αργότερα και σε άλλους ενήλικες που έχουν γονεϊκό ρόλο. Και κανονικά έτσι αναπτύσσεται με αυτήν την αίσθηση προστασίας. Αν όμως, αυτή η αίσθηση προστασίας δεν του παρέχεται, τότε δεν αναπτύσσεται καλά για ποικίλους λόγους. Αν δηλαδή το παιδί από μικρό δεν αισθάνεται προστασία, σαν πρώτο βίωμα αισθάνεται τρομερούς πανικούς, με αποτέλεσμα διάφορα συμπτώματα. Δεν κοιμάται καλά, ή δεν μπορεί να κοιμηθεί μόνο του, κλπ., έχει δηλαδή διάφορα τέτοια συμπτώματα που δείχνουν τον πανικό του.
Και επειδή ακριβώς διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να υπολογίζει στην προστασία των μεγάλων, αναπτύσσει συμπεριφορές ώστε να έχει το ίδιο μια αίσθηση αυτοπεποίθησης ότι μπορεί να υπολογίζει στη δική του δύναμη. Και τελικά αυτή η βία που είναι αυθόρμητη έκφραση αυτοάμυνας, γίνεται σιγά σιγά μόνιμη συμπεριφορά, με την έννοια ότι θέλει να κυριαρχήσει στο περιβάλλον του, να διατάζει (και να διατάζει και τους γονείς του ακόμα), να είναι αρχηγός, κλπ. Δηλαδή η βία γίνεται ένα είδος συμπεριφοράς, μια γλώσσα επικοινωνίας τελικά ολόκληρη, για να αυτοπείθεται ότι μπορεί να αυτοπροστατεύεται. Πράγμα που σημαίνει ταυτόχρονα μια μεγάλη μοναξιά, γιατί αυτά που ζει, τα βιώματα της αγωνίας, τους φόβους, κλπ., δεν τα μοιράζεται με κανέναν.
Και φτιάχνει τελικά ένα είδος θωράκισης, με αυτή τησυμπεριφορά – γλώσσα βίας, ενώ από πίσω κρύβει ένα τρομερά φοβισμένο υποκείμενο. Αλλά αυτό είναι κρυμμένο. Δεν πρέπει να το δει κανείς, και ούτε το ίδιο το παιδί το αντιλαμβάνεται απαραίτητα συνειδητά. Και αυτό το είδος θωράκισης το κουβαλά βέβαια και στην εφηβεία.
Η εφηβεία, τώρα, είναι μια διαδικασία αυτονόμησης, που σημαίνει μία διαδικασία ψυχικού χωρισμού. Και χωρισμός σημαίνει να έχω μια σιγουριά, μακριά από αυτούς που με προστατεύουν. Το παιδί αυτό το οποίο κάλυψε και δεν εξέφρασε όλες αυτές τις βαθιές του ανησυχίες και τους φόβους, στην εφηβεία δεν μπορεί επίσης να τις εκφράσει, γιατί ποτέ δεν τις εξέφρασε νωρίτερα.
Αλλά στην εφηβεία γίνεται και η δεύτερη διαδικασία με τους ομοίους του. Δηλαδή να βρει ομοίους, έτσι ώστε να στηριχθεί πάνω τους για να αυτονομηθεί από την οικογένεια. Αν αυτό το στήριγμα (των ομοίων) είναι το μοναδικό στήριγμα που θα βρει, δεν μπορεί να κάνει αυτόν τον βαθύτερο ψυχικό χωρισμό και βρίσκει ομοίους απλά και μόνο για να είναι όμοιος και τίποτε άλλο. Όχι διαφορετικός, δηλαδή.
Από την πλευρά τους οι ενήλικες, όταν δουν ένα παιδί βίαιο, η πρώτη αντίδραση είναι να το εκπαιδεύσουν για να μην είναι βίαιο. Πράγμα που σε ένα βαθμό για ένα μικρό παιδί είναι σωστή αυτή η συμπεριφορά: να του πούμε δηλαδή ορισμένα πράγματα, να μην είναι βίαιο, ή να του εξηγήσουμε για το κακό που κάνει στους άλλους, ή πως οι άλλοι δεν μπορούν να το αγαπήσουν όταν είναι βίαιο, κλπ..
Δηλαδή ο λόγος της παιδείας είναι σημαντικός. Αλλά ο λόγος της παιδείας, χωρίς κατανόηση του παιδιού γιατί έχει γίνει μόνο βίαιο και τίποτε άλλο, δεν περνάει. Γίνεται τελικά σαν ένας λόγος βίας που φέρνει μία καινούργια βία.
Και αν φτάσουμε στην εφηβεία και η μόνη απάντηση που θα δώσουμε σ’ αυτά τα παιδιά είναι ένα σωφρονιστήριο με αποκλεισμό, φυλάκιση, αυστηρή εκπαίδευση και διαπαιδαγώγηση για να πάψουν να είναι βίαια, εννοείται ότι είναι μια αδιέξοδη η απάντηση, γιατί καλλιεργεί μόνο τη βία.
Και όταν σε ένα παιδί, όπως είπα, που έχει μεγάλη ανάγκη της βίας για να αυτοπροστατευθεί, η εκπαιδευτική απάντηση είναι μόνο η βία, δεν θα κερδίσει ποτέ την εμπιστοσύνη του ο ενήλικος εκείνος ο οποίος θα του απαντά τελικά μόνο με μορφές βίας. Και βέβαια θα περιμένει την ευκαιρία να «του τη βγει» που λέμε στα ελληνικά…
Κάπως έτσι φτιάχνουμε τους μελλοντικούς εγκληματίες με κάποιον τρόπο. Γιατί ο έφηβος θα περιμένει να ξανακάνει το μεγαλύτερο άλμα για να αυτοαποδείξει στον εαυτό του ότι είναι ο πιο δυνατός, πράγμα το οποίο το έχει μεγάλη ανάγκη.
Οπότε η διέξοδος σε αυτή την προβληματική, είναι πως θα μπορέσουν να αναπτυχθούν σχέσεις εμπιστοσύνης μέσα στις οποίες το παιδί και ο έφηβος θα μπορέσει κάποτε να εκφράσει τους φόβους του και τις μεγάλες του ανησυχίες. Μόνο έτσι μπορεί να βγει από την επανάληψη της βίας που και την προκαλεί και του επιστρέφεται. Άρα το σωφρονιστήριο είναι αδιέξοδο.
Πώς όμως η βίαιη έκφραση γίνεται η μοναδική έκφραση, για ποιους λόγους γίνεται η μοναδική έκφραση; Διότι όταν γίνεται ο μοναδικός τρόπος έκφρασης, είναι μια απαραίτητη μορφή για τον ίδιο που την εκφράζει. Γιατί είναι απαραίτητη; Γιατί κρύβει όλες του τις αδυναμίες, που είναι μεγάλες!
Για παράδειγμα, κάποιοι έφηβοι που βλέπουμε στη Γαλλία, οι οποίοι έχουν μπει στην παρανομία και κάνουν χιλιάδες πράγματα, όταν τους πιάνουν και τους κλείνουν κάπου (γιατί και εκεί το ίδιο γίνεται), τη νύχτα έχει παρατηρηθεί ότι κατουριούνται στον ύπνο τους. Που σημαίνει ότι έχουν κρατήσει στα 15 και 16 τους, αντιδράσεις μωρού! Που σημαίνει ότι δεν έχουν ωριμάσει. Και αυτό το καλύπτουν με ένα είδος θωράκισης, που τους κάνει να φαίνονται ότι είναι τρομεροί και βίαιοι για να τους φοβούνται όλοι. Κρύβουν τη φοβία τους, προκαλώντας τον φόβο…
Δεν μπορούν να ελέγξουν τον εαυτό τους γιατί πρέπει να κερδίσουν τη μάχη οπωσδήποτε! Κι αν δεν την κερδίσουν θα βγουν στην επιφάνεια οι διάφοροι πανικοί. Και γι’ αυτό γίνονται ενορμητικοί στη βία για να μην βγουν οι πανικοί τους. Γίνεται αυθόρμητο αντανακλαστικό. Γι’ αυτό λέμε ότι είναι τρομερά διαταραγμένοι ψυχικά όπως και ανώριμοι. Έχει γίνει αντανακλαστικό αυθόρμητο αυτοπροστασίας η συμπεριφορά βίας. Θυμίζουν τον Λούκι Λουκ που ρίχνει σφαίρες ακόμα και στη σκιά του.
Η απάντηση με εκπαιδευτικά επιχειρήματα, μόνο με τιμωρία και με βία πάλι – και βία νόμιμη αυτή τη φορά αλλά βία παρόλα αυτά – είναι λανθασμένη απάντηση. Γιατί θα τους ενισχύσουμε ακόμα περισσότερο αυτόν τον θωρακισμό που λειτουργεί γύρω από τη βία. Θα του δώσουμε καινούργια στοιχεία, αίσθησης αδικίας, αίσθησης εκδίκησης, δυναμώνοντας ακόμα περισσότερο αυτό το εκφραστικό μέσον που λέγεται βία. Το οποίο μόλις βρει την ευκαιρία θα εκδηλωθεί.
Αυτά τα άτομα για να δεχτούν κάποιον ως φίλο τους ή κοντινό τους άνθρωπο που δεν θα εξασκούν πάνω του βία, πρέπει να λειτουργήσουν με τον ίδιο τρόπο και να ταυτιστούν μαζί του. Οποιοσδήποτε είναι λίγο διαφορετικός, θα πρέπει να τον αποκλείσουν, να τον τιμωρήσουν, να τον εκβιάσουν, να τον βιάσουν, να τον διώξουν, να τον αποκλείσουν από την ομάδα.
Γι’ αυτό λέγαμε, ότι η μόνη γλώσσα έκφρασης σε αυτούς τους έφηβους είναι η βία, οπότε λειτουργεί είτε ταυτιστικά, είτε αποκλειστικά, δηλαδή με αποκλεισμό. Κι αυτοί που τους έχουν βάλει μέσα στο σωφρονιστήριο και αυτοί που τους επιβλέπουν στο σωφρονιστήριο είναι σ’ αυτήν την αδύνατη θέση να τους εκπαιδεύσουν να γίνουν πιο ανθρώπινοι.
Ένα παιδί που γίνεται βίαιο από μικρό, σημαίνει πολλές φορές απουσία των γονιών, απουσία της γονεϊκής παρουσίας που συνοδεύει, που καταλαβαίνει, κλπ. Πιο πολύ απουσία, παρά ταύτιση υπάρχει, διότι το παιδί κάνει τη βία μόνιμη έκφραση γιατί δεν υπολογίζει σε κανέναν άλλον. Γι’ αυτό λέμε για τους εφήβους και τα παιδιά που είναι βίαια, η απάντηση είναι λίγο από τη μεριά της εκπαίδευσης, της παιδείας, π.χ. να τους πούμε να μην είναι βίαιοι, να τους βάλουμε κανόνες, κλπ, αλλά κυρίως η απάντηση είναι να αναπτύξουν σχέσεις κατανόησης και εμπιστοσύνης. Να βρουν γνώστες – αρωγούς!
Από αυτές τις σχέσεις θα μπορέσουν να εμπιστευτούν τις βαθύτερες ανησυχίες που έχουν κρατήσει από μικρά και δεν τις εμπιστεύτηκαν σε κανέναν, και να γκρεμίσουν λίγο το καβούκι αυτό που φτιάξανε…
Μόνο έτσι θα μπορέσουν να βγουν από αυτό. Διαφορετικά, με κοινωνικές και νόμιμες απαντήσεις βίας, δεν μπορούν να βγουν με τίποτα, και γίνονται ακόμα πιο βίαιοι. Κι όταν μεγαλώσουν γίνονται εγκληματίες. Ή αν κάνουν παιδιά τα μεγαλώνουν με τον ίδιο τρόπο.
Κανένας δεν γεννιέται βίαιος και εγκληματίας. Μπορεί κάποιος να γίνει βίαιος και εγκληματίας επειδή δεν τον καταλάβαμε, δεν τον πλησιάσαμε σαν άνθρωπο για να καταλάβουμε τι ζει. Έτσι γίνεται εγκληματίας.
Ένα παιδί κυρίως το βασικότερο είναι να αισθανθεί ότι το καταλαβαίνουν! Αν δεν αισθανθεί αυτό, αναπτύσσει ακριβώς εκφράσεις βίας, για να υπολογίζει μόνο στον εαυτό του. Και θα συνεχίσει να είναι βίαιο εφόρου ζωής, εάν δεν γίνει κάτι διαφορετικό.
Χωρίς σχέσεις εμπιστοσύνης δεν μαθαίνεται τίποτα. Τα πάντα μαθαίνονται μέσα από μία σχέση εμπιστοσύνης που μπορούν να μοιραστούν βιώματα.
Από το κλείσιμο, θα κρατήσει ο έφηβος κυρίως την αναμονή εκδίκησης, ή θα γίνει φανατικός, π.χ. μουσουλμάνος, ή κάτι άλλο, πάντως φανατικός!
Είδα πρόσφατα μία ταινία ενός Μαροκινού σκηνοθέτη που λέγεται «Τα άλογα του Θεού», που είναι εκείνοι που… πάνω τους καλπάζει ο Θεός, και αυτοπυρπολούνται μετά για να σκοτώσουν άλλους. Και δείχνει παιδιά που ζουν σε κάτι φτωχογειτονιές της Καζαμπλάνκας και είναι λίγο με ναρκωτικό και λίγο με κλέψιμο για να επιβιώσουν και είναι μόνα τους, δεν έχουν καμία γονεϊκή συνοδεία ώστε να περάσουν την εφηβεία ανακαλύπτοντας τον κόσμο και να προχωρήσουν προς τη ζωή των ενηλίκων με την επιθυμία να φτιάξουν κάτι.
Κάποια στιγμή τα πιάνει η αστυνομία, οπότε ορισμένα που πάνε φυλακή, η βία, η εκδίκηση, παίρνει γι΄αυτά μορφή θρησκευτική. Δηλαδή, για να γίνει η κοινωνία σωστή πρέπει να καταστρέψουμε όσους την καταστρέφουν, δηλαδή τους άπιστους! Και γίνονται τα ίδια οι βόμβες για να σκοτώσουν τους άπιστους…
Είναι λοιπόν η βία… Το πώς η βία της φυλακής γεννάει συμπεριφορές βίας μεταξύ των ίδιων των φυλακισμένων, ή και προς τον ίδιο τους τον εαυτό. Δηλαδή, αυτό το γεγονός που συνέβει στο σωφρονιστήριο, θα το τοποθετούσα κάτω από τη γωνία της βίας, όπως την εξήγησα παραπάνω.
Είναι μια γλώσσα ολόκληρη η βία, σαν τρόπος έκφρασης. Τη μελετώ και μέσα από τα βιβλία μου και με την πρακτική μου στο Κέντρο Εφήβων της Λυών, σαν μια μορφή γλώσσας, η οποία είτε συνδέεται με την επικοινωνία γενικότερα μέσω της ομιλίας, είτε παίρνει μορφή σωματικών εκφράσεων ως μόνος τρόπος έκφρασης μηνυμάτων προς τους άλλους.
Και είναι ένα θέμα μεγάλο το γιατί γίνονται αυτά τα πράγματα, σαν αυτό που συνέβη στο σωφρονιστικό ίδρυμα ανηλίκων. Διότι δεν είναι μόνο ατομική προβληματική, είναι και μια λειτουργία ομάδας και θεσμού μέσα στον οποίον βρίσκεται αυτή η ομάδα.
Η εφηβεία εμπεριέχει την κίνηση της αντιπαράθεσης, της αμφισβήτησης και της προοδευτικής ωρίμανσης του ατόμου, δηλαδή εμπεριέχει μια μορφή φυσιολογικής «βίας», ώστε να γίνει κάποια μέρα ο έφηβος πολίτης που θα έχει αυτόνομη σκέψη και αυτόνομη τοποθέτηση απέναντι στους άλλους. Η εφηβεία είναι αυτή η διαδικασία η οποία δεν επιβάλλεται, αλλά ταυτόχρονα έχει διαφορετικές λειτουργίες στην κάθε κοινωνία και εκδηλώνει ταυτόχρονα το πώς λειτουργεί και η ίδια η κοινωνία. Γιατί ετοιμάζει τον αυριανό πολίτη.
Οι έφηβοι είναι δείκτης διαφόρων καταστάσεων της κάθε κοινωνίας. Δείχνουν φαινόμενα που δεν μπορούμε να τα δούμε αλλιώς, που μόνο οι έφηβοι μπορούν να τα βγάλουν στην επιφάνεια.
Επειδή έχω κάνει και εθνολογία και έζησα με παραδοσιακούς λαούς (τους λένε πρωτόγονους αλλά δεν είναι έτσι, είναι παραδοσιακοί λαοί), έχουν μια διαδικασία μύησης των νέων, που κάνουν διάφορες τελετές, οι οποίες πολλές φορές είναι τρομερά βίαιες.
Οι λειτουργία αυτών των μυήσεων των νέων, έχει σκοπό να γίνουν ενήλικες ακριβώς όπως και εκείνοι που είναι παρόντες στη μύησή τους. Κι αυτό, γιατί οι καινούργιοι ενήλικες δεν πρέπει να αμφισβητήσουν τίποτε από την παράδοση, αλλά να την αναπαράγουν ακριβώς όπως την αναπαρήγαγαν και οι προηγούμενες γενιές. Με αυτόν τον τρόπο οι κοινωνίες αυτές είναι κατά κάποιον τρόπο ανιστορικές: Δεν δημιουργούν καινούργιο μέλλον, αλλά αναπαράγουν την παράδοση και μόνον. Έτσι παρατηρούμε σε αυτές τις κοινωνίες ότι δεν υπάρχει αυτή η κρίση της εφηβείας που υπάρχει στις δικές μας κοινωνίες.
Κοινωνίες που δεν θέλουν καμία αλλαγή, γι’ αυτό και τις λένε όπως είπα ανιστορικές… στις οποίες δεν χωράει η λειτουργία κρίσης της εφηβείας.
Tο θέμα είναι, γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς και μοιραία επανερχόμαστε στη βία ως τρόπο έκφρασης που συνδέεται με το θέμα του ψυχικού τραυματισμού; Όταν ένα παιδί ζήσει βίαιες καταστάσεις, ή εις βάρος του ή γύρω του, οικογενειακές καταστροφές, ή πολέμους, κλπ., γιατί η βία μπορεί να πάρει πολλές μορφές, αυτό το παιδί μπαίνει σε μια προβληματική τραυματισμού, με την εξής έννοια: Ότι δεν μπορεί να αφομοιώσει ψυχικά και πνευματικά αυτό που ζει.
Έχουμε γράψει ένα βιβλίο στη Γαλλία πάνω σε αυτό το θέμα των ψυχικών τραυμάτων, όπου χωρίζουμε την έννοια του τραύματος από την έννοια του τραυματισμού. Το τραύμα είναι οποιοδήποτε σοκ μπορεί να ζήσει κανείς, αλλά ο ψυχικός τραυματισμός υφίσταται, όταν υπάρξει στον άνθρωπο ένα είδος εγκλωβισμού μέσα σε αυτή τη θύμηση της βίαιης κατάστασης που βρέθηκε και που σημαίνει ότι δεν μπορεί να μοιραστεί αυτό που βίωσε με τους άλλους. Δηλαδή δεν μπορεί να περάσει μέσα από την λεκτική του έκφραση αυτό που έζησε.
Το βιβλίο αυτό λέγεται «Το τραύμα ανάμεσα στην καταστροφή και στη δημιουργία», διότι δίνει διέξοδο και προς τη δημιουργία, όπως για παράδειγμα έκανε η Φρίντα Κάλο και πολλοί άλλοι δημιουργοί, αλλά μπορεί να γίνει και αδιέξοδο προς την ψυχική καταστροφή, με την επανάληψη του βιώματος μέσω ενθυμήσεων, εφιαλτών, κλπ., που μπορεί να οδηγήσει το άτομο και στην αυτοκτονία. Όπως συνέβη με μεγάλους συγγραφείς, όπως π.χ. ο Πρίμο Λέβι και άλλοι που έζησαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζιστών, και παρά το γεγονός ότι προσπάθησαν να γράψουν το τι βίωσαν, κάποιοι μετά αυτοκτόνησαν. Και αυτό εξηγείται μάλλον, με αυτή την έννοια, ότι η εμπειρία του τραύματος για κάποιους δεν μπορεί να περάσει σε κάτι που να τους βοηθήσει να το μοιραστούν με τους άλλους. Το ζουν μόνοι τους. Και το βίωμα που το ζει κάποιος μόνος και δεν μπορεί να το μοιραστεί, οδηγεί στην αυτοκτονία.
Εάν το βίωμα του τραύματος δεν μπορέσει να περάσει σε κάποια έκφραση μέσα από τη γλώσσα και με τις δύο έννοιες, δηλαδή και τη λεκτική και την μη λεκτική (εικονική, σωματική, κλπ), για να το μοιραστεί με άλλους, το άτομο χάνει την ανθρώπινή του διάσταση. Γι’ αυτό προφανώς το βιβλίο του Πρίμο Λέβι, λέγεται «Αν είναι άνθρωπος» και του Ρομπέρ Αντέλμ «Το ανθρώπινο είδος». Δηλαδή κάπου αυτή η ίδια προβληματική είναι στο βάθος, ότι ένα άτομο αν δεν μπορέσει να μοιραστεί το βίωμά του, χάνει την ανθρώπινή του διάσταση και δεν μπορεί να ζήσει.
Τα χρόνια του ’60 περίπου, π.χ. στη Γαλλία που γίνονται στατιστικές έρευνες, καταγράφονταν 300 αυτοκτονίες το χρόνο. Από τα χρόνια του ’70 και κυρίως του ’80 και μετά, οι αυτοκτονίες γίνανε 1000 το χρόνο.
Οι απόπειρες αυτοκτονίας, πολλαπλασιάζονται συνήθως περίπου επί 50, με τον αριθμό των καταγεγραμμένων αυτοκτονιών. Δηλαδή οι 1000 αυτοκτονίες, έχουν πίσω τους γύρω στις 50.000 απόπειρες αυτοκτονίας και περισσότερο. Άρα οι απόπειρες αυτοκτονίας αυξήθηκαν τρομερά τα τελευταία χρόνια. Και ταυτόχρονα, τα ναρκωτικά, και διάφορες άλλες σωματικές διαταραχές (ανορεξία, βουλιμία, αϋπνίες, απομόνωση στα διάφορα ηλεκτρονικά μέσα, κλπ), αλλά και οι βίαιες συμπεριφορές που σχεδόν δεν υπήρχαν παλιά, έχουν πολλαπλασιαστεί σήμερα τουλάχιστον κατά 25 φορές, με τέτοιες ακραίες βίαιες εκδηλώσεις πλέον, βιασμών, σκοτωμών, κλπ.
Για παράδειγμα, σε μία πόλη δίπλα στη Λυών το φθινόπωρο του 2011, δύο νέοι πέρασαν από μια κοντινή γειτονιά σε μία άλλη και κάποιοι νέοι από εκεί τους είπαν κάποια άσχημα λόγια… Επειδή είχαν πάει μόνο δύο, έφυγαν και γύρισαν το βράδυ με την παρέα τους, τους επιτέθηκαν και σκότωσαν δύο άτομα. Κάτι το οποίο είναι ανήκουστο για τα παλιότερα χρόνια.
Οι βίαιες συμπεριφορές, και μέσα στο σπίτι και στο σχολείο και έξω στις γειτονιές, όπως και οι αυτοτραυματισμοί (που δεν υπήρχαν επίσης παλιά και είναι ένα βήμα πριν την αυτοκτονία) στις μέρες μας έχουν πολλαπλασιαστεί τρομερά.
Τώρα, πώς την καταλαβαίνουμε την απόπειρα αυτοκτονίας και πώς την εξηγούμε; Κατά κανόνα πάντα παρουσία των γονιών ή των κοντινών τους ανθρώπων, αρχίζουμε, λέγοντας στους γονείς και στο ίδιο το άτομο, πώς έρχεται η ιδέα αυτοκτονίας. Είναι σα να ζούμε στο τελευταίο πάτωμα ενός κτιρίου, όπου ξαφνικά παίρνει φωτιά το κτίριο, βγαίνουν καπνοί και αδυνατούμε να ανασάνουμε και να μείνουμε εκεί που είμαστε. Τι κάνουμε; Αυθόρμητα, πηδάμε από τον 5ο όροφο. Έχουμε την ιδέα δηλαδή ότι πρέπει να ξεφύγουμε. Αυθόρμητα και χωρίς κατανόηση. Τώρα, αυτοί που θα δουν κάποιον να πηδάει από τον 5ο όροφο θα πουν: αυτοκτόνησε! Αυτός όμως πήγε να φύγει από κάτι το αβίωτο…
Και συμπληρώνω στους γονείς και στους οικείους του, ότι πήγε να φύγει από κάτι το αβίωτο, γιατί επιπλέον δεν περιμένει καμία βοήθεια. Και εκεί η προβληματική μετατίθεται, στο γιατί δεν περιμένει καμία βοήθεια; Οπότε η προβληματική της απόπειρας αυτοκτονίας, μετατίθεται σε αυτό. Στο να ζει κάποιος κάτι το αβίωτο, το οποίο δεν μπορεί να το μοιραστεί, και δεν περιμένει, αλλά ούτε και μπορεί να περιμένει καμία βοήθεια. Που σημαίνει ότι αυτή η κίνηση της έκφρασης και της αναζήτησης βοήθειας κάπου έχει μπλοκαριστεί παλιότερα και βαθύτερα, εν αγνοία και ασυνείδητα του ατόμου που τον αφορά. Αν ρωτήσουμε ένα τέτοιο άτομο, θα δώσει μία συνειδητή απάντηση η οποία δεν έχει συνήθως καμία σχέση με την βαθύτερη προβληματική η οποία του φέρνει αυτή την αυθόρμητη αντίδραση της αυτοκτονίας στο νου.
Ναι, είναι φυγή από κάτι που δεν μπορεί να το ζήσει, αλλά φεύγει και από τη ζωή ταυτόχρονα. Και μπορεί να μπει κάποιος σε μία θεραπευτική διαδικασία, όταν τον βοηθήσουμε να κατανοήσει ότι για κάποιον λόγο έχει μπλοκαριστεί η δυνατότητα να ζητάει βοήθεια…
Γιατί όταν δεν έχει μπλοκαριστεί αυτή η δυνατότητα αυθόρμητης έκκλησης για βοήθεια, δεν έρχεται η ιδέα αυτοκτονίας, διότι πάντα πάμε στην ιδέα να μοιραστούμε αυτό που βιώνουμε. Γι’ αυτό επιμένω στο μοίρασμα…
Και επιπλέον εδώ είμαστε στην έννοια του ασυνείδητου. Οι πιο πολλοί, αγνοούν το τι ζουν. Και αφού το αγνοούν δεν μπορούν και να το εκφράσουν και να ζητήσουν κάτι, και να το μοιραστούν. Και το θέμα είναι γιατί αυτό που ζουν, το δύσκολο, ήταν σε άγνοια εσωτερική. Κάπου δηλαδή, μπήκε κάτω από μία εσωτερική καταπίεση.
Ένα πολύ απλό παράδειγμα, που συμβαίνει συχνά, είναι αυτή η καταπίεση έχει συμβεί στα 4, 5, ή 7 χρόνια του παιδιού, όταν έζησε διάφορες βίαιες ή προβληματικές καταστάσεις γύρω του.
Επειδή έχω δουλέψει και με πολύ μικρά μωρά, το παιδί από έξι μηνών, μπορεί π.χ. να κλαίει, και αν αρχίσει να κλαίει δίπλα του η μαμά του, μπορεί αυτό το παιδί να σωπάσει και να αρχίσει να έχει τη φροντίδα των γονιών του. Δηλαδή το παιδί, αρχικά μπορεί να ζει ένα τρομερό πανικό, όταν βλέπει ότι δίπλα του οι γονείς του δεν πάνε καλά, αλλά τον πανικό αυτό δεν τον εκφράζει για να μην χειροτερέψει την κατάσταση και αναπτύσσει μία γονεϊκή φροντίδα προς τους γονείς του.
Οπότε είναι αυτά τα παιδιά που είναι λίγο πρώιμα ωριμασμένα επιφανειακά. Και ουσιαστικά από τον παιδικό τους εαυτό δεν εκφράζουν τίποτα. Και αυτό γίνεται μια συνήθεια σιγά σιγά. Έτσι ώστε με τον καιρό το παιδί αγνοεί τι είχε να εκφράσει από την παιδική του διάσταση. Δηλαδή σα να έχει χάσει το παιδί το ίδιο το παιδί μέσα του και έχει γίνει γρήγορα ενήλικας. Κάνουν έναν ψευτοενήλικα. Αλλά από αυτή τη διαδικασία του ασυνείδητου κρυψίματος του βαθύτερου εαυτού, στην εφηβεία το άτομο μπαίνει σε μια μεγάλη ανισορροπία. Δεν μπορεί να παραμένει τόσο κρυμμένο, γιατί πρέπει να ξαναγεννηθεί ο έφηβος. Με ποια στοιχεία να ξαναγεννηθεί;
Οπότε εδώ έρχεται η σωματική έκφραση να δείξει διάφορα πράγματα, γι’ αυτό χρησιμοποιούμε και τη λέξη «δείκτης» για την εφηβεία, χωρίς κανένας συνήθως να καταλαβαίνει το τι δείχνει… Γιατί δεν γίνονται συνειδητά και γιατί δεν μπορούν όλα αυτά να περάσουν μέσα σε λόγια. Και έρχεται το σώμα να γίνει μέσο έκφρασης όλων αυτών των βαθύτερων δυσκολιών, πόνων και αγωνιών.
Η εφηβεία τα αρχαία χρόνια άρχιζε μετά το τέλος της σωματικής ωρίμανσης, ενώ στα χρόνια μας συμπίπτει με τη σωματική διαδικασία ωρίμανσης. Που σημαίνει ότι το σώμα σαν υλική διάσταση ήρθε να λάβει μεγάλη παρουσία στις κοινωνίες μας.
Στο σώμα δίνουμε μεγάλη κοινωνική διάσταση. Γιατί το σώμα ήρθε να πάρει ένα τόσο σημαντικό κοινωνικό ρόλο στις μέρες μας; Αυτό το συνδέουμε σήμερα, με τη μεγάλη διάσταση που πήρανε στις δυτικές κοινωνίες και στις ανθρώπινες σχέσεις τα υλικά αντικείμενα. Τα υλικά αντικείμενα, και η αντικειμενοποίηση που ανέφερε και ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ήρθε να εκφράσει τις υποκειμενοποιήσεις. Και έτσι τα διάφορα υλικά μέσα με τα οποία ζούμε, ήρθαν να εκφράσουν ατομικές διαδικασίες ένταξης στην κοινωνία.
Επαναλαμβάνω ότι η εφηβεία είναι δείκτης και της κοινωνικής κατάστασης. Είναι αυτή η κοινωνία που ζούμε σήμερα. Και η εφηβεία δείχνει αυτή την κοινωνία στην οποία είμαστε, η οποία εξελίσσεται έτσι για χίλιους δυο παράγοντες.
Συνδέουμε επίσης την προβληματική της εφηβείας με την προβληματική της 4ης ηλικίας. Πώς αλληλοδένονται και αλληλοδιαδέχονται οι γενιές η μία την άλλη. Ότι π.χ. η 4η ηλικία απομονώθηκε έξω από την κοινωνία και δεν είναι πλέον μέσα στην κοινωνία όπως ήταν παλιά.
Αυτό που υπονοείται μετά, είναι ότι αυτό που πρέπει να αποκαταστήσουμε είναι όλες αυτές οι συνοχές των σχέσεων και τις ατομικές και τις κοινωνικές. Γιατί εκεί πάσχουν και ατομικά και κοινωνικά.
Ο τραυματισμένος άνθρωπος εγκλωβίζεται στο τραυματικό βίωμα μέσω της επανάληψής του. Οι διαδικασίες επανάληψης, γίνονται μόνο για να δίνουν κάποια σιγουριά ελέγχου της ανησυχίας (όπως λέγαμε πριν και με την παράδοση… και τους παραδοσιακούς λαούς, τους ανιστορικούς πολιτισμούς).
Η σιγουριά αυτή είναι επιφανειακή στο βάθος, γι’ αυτό γίνεται και η επανάληψη. Και η επανάληψη από ψυχαναλυτική άποψη, οδηγεί σε καταστροφή… Η αυτή καθεαυτή επανάληψη, δεν οδηγεί σε κανένα καλύτερο μέλλον.
Η διαδικασία μετάφρασης των ανείπωτων βιωμάτων, που μεταφράζονται μέσα από εικόνες, ή από λέξεις, αν και όχι πάντα από λέξεις, γιατί το βασικό είναι να μοιραστούν με κάποιον τρόπο, δηλαδή αυτό το μοίρασμα είναι η βασική διαδικασία για να αισθανθεί κάποιος όμοιος με κάποιον άλλον άνθρωπο. Διότι εκεί είναι η βαθύτερη καταστροφή για κάποιον, όταν δεν αισθάνεται όμοιος.
Η πρώτη βοήθεια για οποιονδήποτε άνθρωπο έχει τραυματιστεί, είναι να απομακρυνθεί από τον τραυματιστή του. Από τον θύτη, από τον τραυματιστή του, από τον καταστροφέα του θα μπορούσε να πει κανείς. Και η δεύτερη, να του επιτρέψουμε, να αρχίσει να μπορεί να αισθάνεται ότι κατανοείται, σ’ αυτό που έζησε. Η παρουσία κάποιου τρίτου – ως γνώστη αρωγού όπως είπαμε – που θα του επιτρέψει να μοιραστεί αυτό που έζησε, έτσι ώστε να μη μείνει με ένα ανείπωτο βίωμα που τον βγάζει έξω από την ανθρώπινη διάσταση, γιατί αυτό όπως ανέφερα είναι η μεγαλύτερη καταστροφή.
Η βία είναι μία μεγάλη διάσταση και στη ψυχική λειτουργία του ατόμου και στις κοινωνικές λειτουργίες, οπότε, συνήθως έχουμε τάση να την αποφεύγουμε, γιατί μας ενοχλεί όλους, μας διαταράζει… Στις δικές μας κοινωνίες, που είμαστε σε μια πορεία ιστορική, η οποία δεν μπορεί να προβλεφτεί εντελώς, θα έλεγα, από την αρχαιότητα ακόμα η ιστορία πήρε μια άλλη μορφή με την έννοια ότι ο Σωκράτης, αυτό το άγνωστο του μέλλοντος το συνέδεσε με την εφηβεία. Και ουσιαστικά γι’ αυτό καταδικάστηκε! Γιατί προώθησε κατά έναν τρόπο τους εφήβους να αναπτύξουν ελεύθερη σκέψη.
Οι έφηβοι τότε (έφηβος σημαίνει επί της ήβης, όπως ο έφιππος ανεβαίνει πάνω στο άτι του όταν είναι ώριμο) ήταν εκείνοι που είχαν ολοκληρώσει την σωματική ωρίμανση, δεν ήταν δηλαδή 12 με 18 χρονών, όπως είναι σήμερα, αλλά 18 έως 30. Οπότε οι διαδικασίες ωρίμανσης του σώματος δεν συμπεριλαμβάνονταν στην εφηβεία και στις εκφράσεις της. Και στους ρωμαίους επίσης, το ρήμα που χαρακτηρίζει την εφηβεία, σημαίνει ότι είμαι έφηβος όταν έχω τελειώσει η διαδικασία ωρίμανσης του σώματος, δηλ. και πάλι 18 με 30 χρονών. Οι ενήλικες τότε φοβόντουσαν αυτή την αμφισβήτηση, την αλλαγή του παραδοσιακού, αυτό το καινούργιο που φέρνουν οι έφηβοι, που μπορεί να φέρει την κρίση και την αλλαγή του μέλλοντος.
Σε ότι αφορά την πιο σύγχρονη ιστορία και το πώς φτάσαμε στην εφηβεία όπως την βλέπουμε σήμερα να είναι δηλαδή δεμένη με την αλλαγή του σώματος και μόνον, θα βγει και ένα βιβλίο του Θανάση Χατζόπουλου, στο οποίο έχω ένα δικό μου κεφάλαιο μέσα για τις σωματικές εκφράσεις της εφηβείας, σε αυτή τη διαδικασία της αυτονόμησης και του χωρισμού των εφήβων στις σύγχρονες κοινωνίες. Γιατί η ψυχολογία των παιδιών και η ψυχολογία των εφήβων, είναι πολύ πρόσφατα φαινόμενα.
Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, το παιδί το αντιμετωπίζαμε σαν έναν μικρό ενήλικο και του αποδίδαμε τις ίδιες ψυχικές λειτουργίες. Έτσι το έζησα και εγώ όταν ήμουν παιδί στο χωριό. Το βάζανε να δουλεύει, κλπ. Ανακαλύψαμε όμως σιγά σιγά, ότι το παιδί έχει εντελώς διαφορετικές ψυχικές λειτουργίες. Και πολύ αργότερα, από τα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και μετά, ανακαλύψαμε και πως η εφηβεία επίσης έχει διαφορετικές ψυχικές λειτουργίες. Δεν είναι ένας μικρός ενήλικας ο έφηβος, που μπορεί να δουλέψει κι αυτός, κλπ.
Η εφηβεία είναι αναγέννηση, αφενός μεν σωματική, αφετέρου ως ψυχική ταυτότητα. Αυτή η αναγέννηση αναγκάζει τον έφηβο να εκφραστεί και πάλι όπως ένα μωρό το οποίο δεν μιλάει.
Βλέπουμε δηλαδή την λειτουργία της σωματικής έκφρασης. Που σημαίνει ότι ο έφηβος παίρνει τα πρώτα στάδια της ζωής και τα ξαναβάζει σε μια καινούργια διεργασία, σε δυο άξονες ταυτόχρονα:
- 1. ένας άξονας του χωρισμού, με την έννοια της αυτονόμησης του παιδιού από τους γονείς, που με αυτήν θα δημιουργηθεί σιγά σιγά η προσωπική σκέψη η οποία κτίζεται μέσα από την κριτική, και η κριτική αναγκαστικά φέρνει κάποια κρίση, γιατί σημαίνει αντιπαράθεση, κλπ.,
- 2. και ο άλλος άξονας που δηλώνει ότι δεν μπορεί αυτή τη διαδικασία του χωρισμού να την βιώσει κάποιος μόνος του. Γιατί κανένας έφηβος δεν μπορεί να γίνει έφηβος από μόνος του, δηλαδή να περάσει στην εφηβεία χωρίς τους γονείς του (την προηγούμενη γενιά) και χωρίς τους άλλους εφήβους, τους ομοίους του, τους συνομήλικους του.
Ο κάθε έφηβος λοιπόν γίνεται έφηβος ταυτόχρονα: α) με την εγγραφή του στην κοινωνική ομάδα που ανήκει, και β) με την αντιπαράθεση στην προηγούμενη γενιά των γονιών του, αλλά παράλληλα και με τη συνοδεία τους (όχι δηλαδή την απουσία τους).
Ο κάθε έφηβος λοιπόν χρειάζεται και τους ομοίους του. Την εγγραφή του στους ομοίους του. Σε μια παρέα, σε μια γενικότερη κίνηση των συνομηλίκων του. Αυτή η εγγραφή στους συνομήλικους του, είναι αυτή η οποία συνομιλεί με όλη του την νεανική προβληματική. Γιατί εμπεριέχει την αμφισβήτηση, υποχρεωτικά και απαραίτητα. Είναι άλλωστε η διάθεση με την οποία εγγράφεται ο ίδιος στην ιστορία: Αμφισβητώντας. Γιατί το μέλλον της ιστορίας είναι άγνωστο. Ακριβώς για να μην την επαναλάβει, όπως είναι. Αν και δεν μπορεί να ξεγραφτεί από την παράδοση, αυτή την συνέχεια που λέγαμε νωρίτερα. Και η εγγραφή στην ομάδα, είναι απαραίτητη για να μπορέσει να αμφισβητήσει την προηγούμενη γενιά.
Ένα άλλο σημείο το οποίο είναι σημαντικό, είναι πως αυτή η αμφισβήτηση της προηγούμενης γενιάς δεν μπορεί να γίνει χωρίς την παρουσία και τη συνοδεία, όπως είπα, αυτής της προηγούμενης γενιάς: Να αντιπαρατίθεται και να αμύνεται και η ίδια, υπερασπιζόμενη της αξίες της. Διότι η παραίτηση της προηγούμενης γενιάς, δηλ. ουσιαστικά των γονιών (είτε μέσω της απουσίας, είτε μέσω του φιλικού στυλ με τους εφήβους, είτε μέσω της ουδετερότητας, π.χ. να τους αφήσουν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους…), αφήνει τους έφηβους να εξαρτώνται μόνο από τους ομοίους τους.
Όμως για να κρατηθεί η διαδικασία της εφηβείας, πρέπει να γίνονται και οι δύο κινήσεις παράλληλα, όπως περπατούμε με δύο πόδια. Η μια με την ομάδα των ομοίων, και η άλλη απέναντι στην προηγούμενη γενιά, όπου οι σχέσεις θα αλλάξουν απέναντι στο νέο ενήλικα που διαμορφώνεται και μεταμορφώνεται απέναντί τους.
Όλη η διαδικασία λοιπόν της εφηβείας, είναι μία κρίση, γιατί είναι μία αλλαγή. Μια αλλαγή όπου οι έφηβοι θα επαναπροσδιοριστούν με τα καινούργια κοινωνικά δεδομένα και με καινούργιες μορφές έκφρασης ακόμα.
Αλλά η εγγραφή στην ομάδα των ομοίων θα μας επαναφέρει λίγο στην προβληματική της βίας… Η βία όπως είπα είναι ανθρώπινη και ζωική διάσταση, πάντα σε σχέση με κάποια διαδικασία άμυνας και υποστήριξης. Την κρατούμε τη βία σαν άμυνα. Η φυσιολογική της διάσταση, είναι σαν άμυνα, σε κάθε ζωντανό και στον άνθρωπο. Το θέμα είναι αν ξεκόβεται ή αν λειτουργεί μαζί με τις άλλες ψυχικές διαστάσεις.
Και επανέρχομαι στο θέμα εφηβεία και βία. Η εγγραφή ενός έφηβου στην ομάδα είναι απαραίτητη, και όχι μόνο η εγγραφή αλλά και η λειτουργία της ομάδας ολόκληρης, σαν καινούργια γενιά που αμφισβητεί όπως είπα την προηγούμενη και δημιουργεί καινούργιους τρόπους σκέψης, έκφρασης, ακόμα και τέχνης, διότι οι καινούργιες μορφές κοινωνικής έκφρασης και δημιουργίας έρχονται από τις νέες γενιές, κι αυτή είναι η βαθύτερη κίνηση των ιστορικών κοινωνιών μας.
Πότε αυτή η φυσιολογική εξέλιξη της εφηβείας σε ενηλικίωση, μπορεί να εκτραπεί;
- 1. Όταν για παράδειγμα η προηγούμενη γενιά όπως ανέφερα απουσιάζει, για διάφορους λόγους.
- 2. Όταν η προηγούμενη γενιά συνθλίψει, καταστείλει βίαια και ριζικά όλη αυτή τη διαδικασία (όπως στο παράδειγμα των παραδοσιακών κοινωνιών).
- 3. Και μια τρίτη περίπτωση που είναι πολύ συχνή στα χρόνια μας, όταν τα παιδιά γίνονται αντικείμενο χρήσης των γονιών για προσωπικούς τους σκοπούς. Είτε για να τους συνοδέψουν στις δυσκολίες τους, είτε για να γίνουν σύμμαχοι συνήθως εναντίον του άλλου γονιού. Αυτές οι συμμαχίες είναι εμφανείς συνειδητά, αλλά πολλές φορές είναι ασυνείδητες. Η πιο κλασσική συμμαχία είναι του παιδιού με τη μαμά εναντίον του μπαμπά.
Το θέμα είναι ότι σε αυτές τις περιπτώσεις ο έφηβος δεν έχει τους συνοδούς που θα αντιπαρατεθεί! Τι γίνεται σε αυτή την περίπτωση; Η ομάδα των ομοίων γίνονται οι μόνοι συνοδοί οι οποίοι του επιτρέπουν να μην αισθάνεται μόνος. Αυτοί οι συνοδοί όμως είναι ένα είδος αντίδοτου που δεν επιτρέπει την εξέλιξη του χωρισμού και της ψυχικής αυτονόμησης, και τον ωθεί να γίνει ίδιος με τους συνομίληκους. Και το να γίνει ίδιος με τους άλλους, είναι μια τρομερά βίαια ψυχική διαδικασία, γιατί πρέπει μόνιμα η ομάδα αυτή των ομοίων να βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με τους διαφορετικούς.
Έτσι παρατηρούμε να γίνονται μάχες ανάμεσα σε ομάδες νέων, όπως για παράδειγμα στα προάστια της Γαλλίας, που σκοτώνονται παιδιά μεταξύ τους. Οι μεν εναντίον των δε. Μπορεί να είναι δύο ή τρεις εναντίον τεσσάρων, ή μπορεί να είναι δύο εναντίον δέκα, κλπ.
Επειδή η διαδικασία χωρισμού και αυτονόμησης από την προηγούμενη γενιά – τους γονείς – δεν γίνεται πλέον επειδή είναι δύσκολη αυτή καθεαυτή, τα παιδιά εγγράφονται σε μια ομάδα που γίνεται ένας κλειστός κύκλος, σαν αναπαρωγή του οικογενειακού βιώματος, όπου δεν αισθάνονται μόνα τους και ανήκουν κάπου. Αυτή η νέα μορφή οικογένειας, των ομοίων, αφενός μεν αναπτύσσει υποχρεωτικά αντικοινωνικές διαδικασίες, (γιατί δεν μπορεί να λειτουργήσει με τις οικογενειακές αναφορές), όπως π.χ. με ναρκωτικά, με παραβατικές συμπεριφορές και βίαιες, πχ. κλεψιές, βιασμούς, κλπ., και αφετέρου η ίδια η ομάδα αυτή αναπτύσσεται με έναν αρχηγό παρέχοντας την αρχέγονη ορδή και εξελίσσεται αντικοινωνικά και με βία. Επιπλέον ο αρχηγός φαίνεται ως ο πιο δυνατός και οι άλλοι πρέπει να του αποδεικνύουν συνεχώς ότι αυτός είναι ο πιο δυνατός με τον ίδιο τρόπο, με τη χρήση βίας. Έτσι όλες τους οι σχέσεις, και με τους άλλους και με το περιβάλλον, περνάνε μέσα από τη βία, την οποία όχι μόνο δέχονται, αλλά την έχουν και ως αξία της ομάδας! Γιατί η ομάδα δεν μπορεί να εγγραφεί στην κοινωνική διαδικασία και αφετέρου η ομάδα έχει ανάγκη από την αντί-ομάδα. Έχει ανάγκη δηλαδή από τους διαφορετικούς, οι οποίοι τη βάζουν συνεχώς σε αμφισβήτηση.
Στο βάθος η αντίθετη ομάδα δεν αντικαθιστά πραγματικά τους γονείς, την προηγούμενη γενιά. Δηλαδή, δεν επιτρέπει την ψυχική διαδικασία της εφηβείας να εξελιχθεί. Γίνεται, λοιπόν, όντως, υποκατάστατο και επανάληψη. Επανάληψη του αδιεξόδου. Και έτσι βρίσκουμε σε αυτές τις ομάδες, όλες τις μορφές βίας, αλλά και τη βασικότερη μορφή βίας η οποία είναι να απομονωθεί και να σκοτωθεί, με διάφορους συμβολικούς τρόπους (και ορισμένες φορές και με αυθεντικό τρόπο, δηλαδή με πραγματικό θάνατο), όποιος αμφισβητεί την ομάδα αυτή. Οπότε η σεξουαλική βία είναι η πιο συχνή. Η βία είναι η απόδειξη ότι είμαστε ίδιοι. Επίδειξη και απόδειξη ότι είμαστε ίδιοι. Στο οτιδήποτε διαφορετικό πρέπει να επιτεθούμε. Και εκεί είναι οι ρίζες όλων των ρατσισμών και των φασισμών: Η επιδίωξη του ομοίου. Να είμαστε ίδιοι! Να ανήκουμε σε μία ομάδα ομοίων – υποκαθιστώντας την αίσθηση της οικογένειας.
Η βεβαιότητα και ασφάλεια του ετεροκαθορισμού από τους αντίθετους και του αυτοπροσδιορισμού από τους όμοιους είναι βασική διαδικασία για κάθε έφηβο. Αυτή η διαδικασία αν δεν μπορεί να συνοδευτεί με την κρίση αντιπαράθεσης στους ενήλικους, με την προηγούμενη γενιά δηλαδή, που δεν είναι μόνο οι γονείς, είναι οι δάσκαλοι, είναι οι ψυχολόγοι, είναι οι αστυνομικοί, οι γιατροί, οποιοσδήποτε θα βρεθεί απέναντι, ξεκομμένος από αυτούς.
Δεν κατασκευάζουμε το παρελθόν μας, το κατανοούμε πιο πολύ μάλλον – και όχι εντελώς, κατανοούμε το πώς μας κατασκεύασε το παρελθόν. Σε περιπτώσεις ψυχικών τραυματισμών χρειάζεται να επέμβουν οι ειδικοί, αν μπορούν να επέμβουν, για να μπορέσει να κατανοήσει το παρελθόν του ο νέος, χρειάζεται κάποιος διερμηνέας δηλαδή θα λέγαμε.
Η εφηβεία ουσιαστικά δεν τελειώνει ποτέ. Με την έννοια ότι η εφηβεία δεν δέχεται τίποτα σαν δεδομένο και βέβαια μπορεί να φτάσει έως και σε ριζικές τοποθετήσεις όπου απορρίπτουμε τα πάντα, κάτι που είναι σε ένα βαθμό παθολογικό. Αλλά αυτή η διαλεκτική σχέση, να αναρωτιόμαστε συνεχώς για το πώς φτιάχνουμε το παρόν και ταυτόχρονα το μέλλον, δε μπορεί να γίνει χωρίς μια κάποια εφηβική παρουσία στη σκέψη του καθένα μας. Ναι μεν δηλαδή να ξέρουμε ότι σίγουρα θα πεθάνουμε, και το σώμα μάς το θυμίζει συνεχώς, αλλά αυτό να μη μας εμποδίζει να δημιουργούμε ταυτόχρονα μέχρι τα 90, τα 100, κλπ.. Αυτή είναι η παρουσία της νεανικής σκέψης: Δεν τελειώσαμε! Ποτέ!
Γι’ αυτό οι κοινωνίες που βρεθήκαμε, όπως αναφέρει και ο φίλος μας ο Μαρκούζε, οι οποίες επέτρεψαν με όλη αυτή τη διάσταση του ελεύθερου χρόνου και της δημιουργίας, επέτρεψαν αυτή τη νεανικότητα και την νεανικοποίηση των ενήλικων. Στο βιβλίο για τις απεργίες πείνας στην εφηβεία, έχω ένα κεφάλαιο που το λέω «Θάνατος στο θάνατο». Είναι, δηλαδή, λίγο, σα να γινόμαστε αθάνατοι… Οι κοινωνίες της αφθονίας καλλιέργησαν αυτή την ψευδαίσθηση τη βαθύτερη, ότι μπορούμε να τα έχουμε όλα, ακόμα και την αθανασία.
Αυτή την προβληματική του ευημερισμού που την έχουν αναπτύξει πολλοί, όπου την έφερε το αντικείμενο – η αντικειμενικοποίηση που έχει πει και ο Καστοριάδης, ο αμερικάνος Κρίστοφερ Λας την έχει αναλύσει στο βιβλίο του με τίτλο «Η κουλτούρα του ναρκισσισμού», λέγοντας πώς στις μέρες μας τα αντικείμενα πήραν μεγάλη διάσταση στις ανθρώπινες σχέσεις, στην ανθρώπινη λειτουργία… Το σώμα λοιπόν ήρθε να πάρει τη θέση διαφόρων εκφράσεων αυτών των προβληματικών που δεν λειτουργούν μέσα από τις λεκτικές σχέσεις. Δηλαδή, ναρκωτικά, ανορεξία, βουλιμία, αϋπνία, εξαρτήσεις διάφορες, π.χ. από το κομπιούτερ, κλπ., όπως και όλες οι μορφές βίας που είναι εκφράσεις σωματικές. Και παράλληλα υπάρχει και αυτή η βαθύτερη προβληματική του ναρκισσισμού, που λέει ότι «δεν εξαρτώμαι από κανέναν άνθρωπο, αλλά μόνο από κτήσεις και αντικείμενα».
Ποιο είναι το αντίδοτο όλων αυτών; Ποια είναι η θεραπευτική αντιμετώπιση; Όχι να πάρουμε την εκπαιδευτική θέση, δηλαδή να πούμε στο νέο, όχι αυτό μη το κάνεις κλπ., αλλά να μπούμε σε μία διαδικασία κατανόησης ότι ο έφηβος δεν μπορεί να πει με λόγια, να εκφραστεί και να μοιραστεί αυτό που ζει, και τη δυσκολία αυτή τη βαθύτερη να αισθανθεί ότι τον κατανοούν και ότι τον συνοδεύουν σε όλα αυτά που ζει, τελικά το σώμα, οι σωματικές εκφράσεις, έρχονται να δώσουν στην κοινωνία δείκτες, να δείξουν δηλαδή στους άλλους ότι κάτι δεν πάει καλά…
Αν οι άλλοι τον καταπιέσουν σε αυτό, δεν μπορεί να υπάρχει καμία διέξοδος να εκφραστεί. Οπότε η μόνη έξοδος είναι από το αν οι άλλοι αρχίσουν να αναρωτιούνται, μήπως τελικά και μεις συνδράμουμε στο πρόβλημα, και να μπουν στη διαδικασία καλύτερου μοιράσματος, με διάφορους τρόπους. Και με τα ναρκωτικά, και με τις αυτοκτονίες, και με τις βίαιες συμπεριφορές. Δηλαδή, όλα αυτά είναι να ξαναμπούν σε μια ανθρώπινη διαδικασία, που θα έχει ανθρώπινες διαστάσεις.
Οι ενήλικες που συνοδεύουν και πρέπει να συνοδεύουν τον έφηβο για να μεγαλώσει και για να γίνει αυτόνομος, δυνητικά μπορούν να αλλάξουν αν καταλάβουν ορισμένα πράγματα. Πολλές φορές τους συνιστούμε να παίζουν με τα παιδιά τους, για παράδειγμα. Να μάθουν να παίζουν. Όλη αυτή η διαδικασία του μοιράσματος, του βιώματος που εκφράζεται, σιγά σιγά γίνεται τρόπος ζωής. Κάνουμε επίσης ομάδες γονέων που συζητούν μεταξύ τους για να καταλαβαίνουν σιγά σιγά πως αυτή η όλη διαδικασία τους έχει ξεφύγει…
Αν καταπιέσουμε τους εφήβους, τους πούμε ότι είναι κακοί και τους διώξουμε, τους αποκλείσουμε, δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να συντηρούμε τα προβλήματα. Αν όμως πούμε ότι κάτι μας δείχνουν, και προσπαθήσουμε να βρούμε τι μας δείχνουν, από πού προέρχονται δηλαδή, μπαίνουμε σε μία διαδικασία ανθρωποποίησης των βιωμάτων.
Όλες αυτές οι βίαιες σωματικές εκφράσεις, διάφοροι αυτοτραυματισμοί και γενικά βίαιες συμπεριφορές, δείχνουν τη χρήση της σωματικής έκφρασης η οποία είναι δείκτης της βαθύτερης ψυχικής δυσκολίας να βρει μία θέση ομοίου μαζί με τους άλλους, και διαφορετική ταυτόχρονα, με προσωπική ταυτότητα, και γίνεται εντελώς όμοιος με κάποιους που γίνονται όλοι βίαιοι, αλλά δεν μπορεί να λειτουργήσει σαν διαφορετικός – δεν έχει καμία αυτόνομη σκέψη.
Και δείχνουν αυτή την προβληματική, η οποία είναι καταστροφική τελικά. Δεν φτιάχνει ένα κοινωνικό άτομο, που είναι και όμοιος και διαφορετικός. Η εφηβεία είναι ταυτόχρονα μια ατομική πορεία αυτονόμησης και ωρίμανσης αλλά ταυτόχρονα είναι μια πορεία ωρίμανσης ενός κοινωνικού όντος, ομοίου και συγχρόνως διαφορετικού. Και όταν δεν πάει καλά η εφηβεία, σημαίνει ότι αυτές οι δύο διαδικασίες και στο άτομο αλλά και στην κοινωνία δεν συνεργάζονται...
Πηγή: tvxs, από συνέντευξη στη Κρυσταλλία Πατούλη
Filed under: Αποκλίνουσα Συμπεριφορά,Ανθρώπινη Ανάπτυξη,Διαφορετικότητα,Διαχείριση Κρίσεων,Εφηβεία,Εκπαιδευτικό Υλικό,Κείμενα,Νέα για Νέους,Οικογένεια,Παιδική Κακοποίηση,Συναισθηματική Αγωγή,Τέχνη,Υγεία | Leave a comment »