Όταν λέμε «όχι» λοιπόν, βάζουμε όρια. Είναι απαραίτητο, γιατί αλλιώς η ζωή μας θα ήταν αδύνατη. Το ζήτημα για μας,τους ενήλικες, είναι… μπορούμε να λέμε όχι; Γνωρίζουμε τα δικά μας όρια;
Ο τρόπος που λέμε «όχι» σε ένα παιδί διδάσκει με το δικό μας παράδειγμα, πώς να οριοθετεί τον εαυτό του το ίδιο το παιδί. Η ηπιότητα γεννά ευγένεια και η βία, την βία.

Ένας νέος σε πρόσφατο συνέδριο διηγήθηκε πως όταν ήταν τριών χρονών έφαγε ξύλο από τον πατέρα του με την δερμάτινη ζώνη, και αυτό του έδωσε την αμετάκλητη μέχρι κάποια ηλικία εντύπωση πως αν κάνουμε λάθος πρέπει να νοιώσουμε φυσικό πόνο. Έτσι άρχισε να δέρνει τους συνομήλικους του, κι έγινε όπως περιγράφει «ο αστυνόμος» γιατί έδερνε όποιον θεωρούσε πως είχε άδικο. Αυτό έγινε αφορμή να τον διώχνουν από όλα τα σχολεία. Σήμερα είναι από τα στελέχη των οργανώσεων κατά της βίας αλλά υπέφερε πολύ για να αλλάξει αυτή την πρώτη «εγγραφή».
Η τοποθέτηση ορίων είναι λοιπόν απαραίτητη αλλά όχι μη διαπραγματεύσιμη, ως προς τα όρια κι όχι χωρίς επιλογές, ως προς τον τρόπο.
Η συγγραφέας Asha Phillips λέει πως στόχος του βιβλίου της «Όταν λέμε ‘όχι’», είναι να σκεφτούμε τον εαυτό μας και τους γύρω μας σε σχέση με την ικανότητά μας να λέμε «όχι». Έτσι, κατανοώντας τη συμπεριφορά μας και την επίδραση που έχει στους άλλους, αποκτούμε περισσότερες επιλογές στη ζωή. Η συγγραφέας τονίζει τη σημασία που έχει η εξέλιξη του ανθρώπου και την πίστη της ότι τα άτομα συνεχώς εξελίσσονται και αλλάζουν.
Διατρέχοντας τις διάφορες ηλικίες του παιδιού, ξεκινάει από την νηπιακή και καταλήγει στην εφηβεία. Έτσι, η Φίλιπς, δείχνει τις επιλογές συμπεριφοράς σε σχέση με τα όρια που θέτει στον εαυτό του και στους άλλους, με στόχο να γίνει βέβαια μεν αγαπητός αλλά και να κατορθώσει να ικανοποιήσει τις ανάγκες κι επιθυμίες του. Αυτός ο στόχος, μας αλλάζει και μας εξελίσσει.
Η σύνδεση της συνεχούς οριοθέτησης και διαπραγμάτευσης των ορίων που κάνει η συγγραφέας, με την εξέλιξη της προσωπικότητας του ατόμου και την ψυχική και πνευματική ωρίμανση, έχει σχέση με τη δημιουργική διευθέτηση των συγκρούσεων. Χρησιμοποιεί ερευνητικά εργαλεία παρατήρησης με συνεργάτες της αλλά και τη δυνατότητα που έχει η ίδια ως σύμβουλος να καταγράφει περιπτώσεις.
Η μέθοδος που χρησιμοποιούν οι ερευνητές στους οποίους βασίζεται είναι η εξής:
Γίνονται εβδομαδιαίες επισκέψεις διάρκειας μίας ώρας, σε οικογένειες που έχουν μωρά, κατά την οποία ο παρατηρητής δεν κρατά σημειώσεις αλλά «…βυθίζεται στην ατμόσφαιρα και αργότερα καταγράφει όσο το δυνατόν λεπτομερέστερα, όλα όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του. Δεν ψάχνει για συγκεκριμένα στοιχεία ούτε προσπαθεί να αναλύσει τα τεκταινόμενα….Τα βιαστικά συμπεράσματα και η επικριτική στάση αποφεύγονται συστηματικά. Σκοπός είναι η κατανόηση της εξέλιξης μέσα από τις επιμέρους εμπειρίες.»
Επίσης, εκτός των επισκέψεων, καταγράφονται τα περιστατικά που έρχονται για βοήθεια και αναφέρονται στο βιβλίο με τον ανάλογο σεβασμό που οφείλεται στην προστασία των ονομάτων και άλλων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που θα πρόδιναν το απόρρητο του προσώπου που αφορούν.
Η Φίλιπς λέγοντας ότι σε όλες τις οικογένειες είναι φυσικό να υπάρχουν στιγμές ηρεμίας και στιγμές ταραχής που τις ονομάζει «καθημερινούς λόξυγκες ανάπτυξης».
Κατά την περίοδο που το βρέφος είναι πολύ μικρό, τα όρια που θέτει η μητέρα κατά κύριο λόγο, αλλά κι όποιος άλλος το φροντίζει, βοηθούν στο να αποκτήσει το μωρό ρυθμούς και σιγουριά. Διαφορετικά, εάν υπάρχει είτε παραμέληση, είτε επιβολές που πηγάζουν από υπερβολική φροντίδα, τότε το μωρό τα χάνει και υποφέρει. Για παράδειγμα μια μητέρα που δεν βάζει όρια στο παιχνίδι του παιδιού μαζί της μέχρι του σημείου να εξαντλείται, στερεί από τον εαυτό της την ανάπαυλα που χρειάζεται αλλά κι από το παιδί την ευκαιρία να ψάξει για τρόπους να ψυχαγωγείται και να εξερευνά τον κόσμο μόνο του.
Κάτι που φαίνεται σαν τέλεια σχέση μπορεί να είναι υπερπροστασία που δεν επιτρέπει να αναπτυχθεί σωστά η κοινωνικότητα του παιδιού και το μετατρέπει λίγο λίγο σε τύραννο, δημιουργώντας του παράλληλα μια ισχυρή εξάρτηση, καθώς πιστεύει πως δεν μπορεί τίποτα να κάνει μόνο του. Το «όχι» εδώ αποτελεί την ευκαιρία για να σκεφτεί και να δοκιμάσει το μωρό εναλλακτικές λύσεις, π.χ. πως να περνά την ώρα του χωρίς να είναι συνεχώς σε μια αγκαλιά, πως να κινείται, πως να ηρεμεί και να νανουρίζεται μόνο του. Μερικές φορές αρκεί να του δοθεί λίγος χρόνος, άλλοτε μερικές καθησυχαστικές κουβέντες, κι άλλοτε κάποιο όμορφο αντικείμενο, μια κουνουπιέρα που την κουνάει ο αέρας, ένα χρωματιστό παιχνίδι, κτλ. Η αγκαλιά και η συνεχής υποχώρηση στις επιθυμίες τους δεν είναι για τα μωρά η πανάκεια. Αντίθετα μπορεί να συνηθίσουν σε μια κατάσταση που δεν τα αφήνει να κατανοήσουν ούτε τις δυνατότητές τους, ούτε τι σημαίνει όριο.
Η Φίλιπς μας λέει πως καθώς μεγαλώνουν τα παιδιά αφομοιώνουν τους κανόνες και ίσως δείτε κάποια φορά ένα νήπιο να πετάει κάτι, λέγοντας στον εαυτό του: «μη το πετάς».
Έρχεται στη μνήμη μου διαβάζοντας αυτό το βλέμμα του μωρού μιας φίλης τη στιγμή που χτύπαγε κάτι στο πάτωμα και το έσπαγε. Ήξερε ότι έβγαινε από το πλαίσιο των κανόνων αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό. Όμως έτσι δεν κάνουν οι ενήλικοι όλες τις ανακαλύψεις τους; Μια ανακάλυψη μπορεί να οφείλεται σε μια ζημιά ενός πειραματισμού.
Τα όρια είναι γι όλους μια πρόκληση, είναι διαπραγματεύσιμα, είναι πολύ δύσκολο να μάθει κανείς να συμμορφώνεται με τους κανόνες και πρέπει οι κανόνες να μην είναι ούτε τόσο ελαστικοί που να μην γίνονται αντιληπτοί αλλά, ούτε τόσο ανελαστικοί που να φοβίζουν και να αποτρέπουν κάθε εξερεύνηση.
Εναπόκειται στην κρίση του ενήλικα που είναι υπεύθυνος διαπαιδαγώγησης να τους αναδιαμορφώνει και να τους αναδιατυπώνει.
Τι γίνεται όμως και σε περιοχές όπου υπάρχουν επιπλέον κι εξωτερικές πιέσεις και συγκρούσεις;
Στο υπέροχο βιβλίο του Νοτιοαφρικανού καθηγητή και συγγραφέα Ντζαμπούλο Ντέμπελε «Fools», περιγράφονται σχέσεις παιδιών με μεγαλύτερους, γονείς, εκπαιδευτικούς, συγγενείς, σε συνοικίες Αφρικανών που υποφέρουν από την λευκή κυριαρχία όχι μόνο της γης, αλλά και του νου, της κοινωνίας, και των δοξασιών, κι όπου η πρόοδος οφείλει να ακολουθεί τους κανόνες που έχουν ορίσει αυτοί οι κατακτητές. Εκεί, τα μικρά αγόρια και κορίτσια, διαμορφώνουν τη δική τους άποψη μέσα από διαδοχικές συμμαχίες και συγκρούσεις σε μια αναζήτηση του πού ανήκουν και του πώς θα κερδίσουν τον σεβασμό των συνομήλικων και πώς θα αφήσουν την προστασία της μητρικής αγκαλιάς για να ενηλικιωθούν. Κάποια περιστατικά που περιγράφονται:
-
Ένα μικρό αγόρι ακολουθώντας το παράδειγμα μεγαλύτερων παιδιών και βέβαια συνειδητά παρακούοντας κάθε μητρική εντολή, τρέχει μισόγυμνο μέσα στην βροχή για να αποδείξει στον εαυτό του και στους συνομήλικους τη γενναιότητά του. Ξεπερνάει κάθε όριο φυσικής αντοχής, δε δέχεται βοήθεια από τους ανήσυχους γείτονες, και νοιώθει την παγωνιά και τον κίνδυνο να τον κυκλώνουν, αλλά το συναίσθημα που ακολουθεί όταν εξαντλημένος πέφτει στο κρεβάτι του, είναι η βαθιά ικανοποίηση του να κερδίσεις ένα στοίχημα με τον εαυτό σου.
Όπως λέει, «γενναιότητα σημαίνει να ξεχνάς την μαμά σου».
-
Ένας εντεκάχρονος τρέχει να ακούσει τον αγαπημένο του θείο που ασκείται στην τρομπέτα μαζί με συνομήλικα φιλαράκια και ο θείος του τον διώχνει βάναυσα. Απλώς εκνευρίζεται διότι όταν ασκείται τον ενοχλεί η παρουσία τρίτων. Ο μικρός νοιώθει πολύ ταπεινωμένος και παραπονεμένος, αδυνατώντας να καταλάβει το γιατί, ακόμα κι όταν ο θείος του φέρεται κατόπιν με τον ίδιο τρόπο και σε άλλον, ενήλικο… παρείσακτο. Η μητέρα του παιδιού, χαϊδεύοντάς το, του εξηγεί πως ο θείος έχει ανάγκη να απομονώνεται για να βρίσκει δυνάμεις για να είναι, σαν μουσικός, ακόμα πιο κοντά με τον κόσμο όταν παίζει. «Δεν είναι πως δεν αγαπάς πια τους ανθρώπους, αλλά γιατί θέλεις να προετοιμάσεις τον εαυτό σου να τους αγαπάς περισσότερο και καλύτερα. Έτσι πρέπει να μείνεις μόνος. Ο θείος σου ήθελε να μείνει μόνος για να κάνει καλύτερη μουσική». Το παιδί πείθεται από αυτό το παράδοξο γιατί σκέφτεται πως το προηγούμενο βράδυ που ο θείος του μιλούσε για τα ηφαίστεια, τα πνεύματα, την ιστορία του τόπου, και την ανάγκη καθαρμού των σωμάτων και των ψυχών των ανθρώπων, και τόσα άλλα υπέροχα, κι αυτός ο ίδιος δε θα ήθελε κανείς να τους διακόψει.
Την άλλη μέρα «…κοιτάζω τον θείο απέναντι, στο άλλο κρεβάτι. Χαμογελάει. Βαθιά μέσα μου δε θέλω να χαμογελάσω εξ αιτίας της συμπεριφοράς του σ’ εμένα, χτες. Αλλά επειδή καταλαβαίνω, χαμογελώ. Χαίρομαι γιατί σκέφτομαι πως είναι καλό να καταλαβαίνεις, γιατί μπορείς να κάνεις το σωστό. Αν δεν καταλάβαινα θα συνέχιζα να ‘μαι θυμωμένος. Κι ο θείος κι εγώ θα συνεχίζαμε να ‘μαστε θυμωμένοι για πάντα».
Η σύγκρουση λοιπόν με τον αγαπημένο θείο καρποφορεί γιατί κάποιος εξήγησε με τρυφερότητα στο παιδί τα αίτια μιας, ανεξήγητης για αυτό, συμπεριφοράς και το βοήθησε να νοιώσει ασφάλεια αλλά και να ταυτιστεί με την ανάγκη του θείου, αν και η ανάγκη εκφράστηκε με απότομο τρόπο.
Η Φίλιπς λέει πως είναι πιθανό η αυταρχική συμπεριφορά ενός γονιού του στυλ «εγώ ξέρω καλύτερα από εσένα» να φέρει στην επιφάνεια την επαναστατικότητα των παιδιών, μια περιφρόνηση ή μια υποταγή που θυμίζει κακοποιημένα παιδιά. Αναφέροντας τον παιδοψυχολόγο M.Waddell, λεει πως «οι διαρκώς αυστηροί και αυταρχικοί γονείς που έχουν την τάση να μη βλέπουν διαλεκτικά τα πράγματα ενδέχεται να ενθαρρύνουν ακούσια τα παιδιά τους να φτάσουν στα άκρα, ενώ πιστεύουν ότι αντίθετα τα περιορίζουν». Εδώ, όταν κι ο άλλος γονιός δείχνει όμοια στάση ή ουδετερότητα και υπάρχει αίσθημα αδιεξόδου, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε σταθερή ρήξη των υποστηρικτικών οικογενειακών δεσμών που ωθεί το παιδί να αναζητήσει ακόμα και λύσεις απελπισίας.
Το ερώτημα είναι για εμάς, εάν στο σχολείο γίνει αντιληπτό αυτό το αδιέξοδο και πώς η διαμεσολάβηση του σχολικού περιβάλλοντος βοηθάει ενδεχομένως, έτσι ώστε να προληφθούν αυτές οι λύσεις απελπισίας, κι ακόμα πώς αυτό μπορεί να επηρεάσει θετικά την ωρίμανση του μαθητή. Επιπλέον το πώς μπορεί το σχολικό περιβάλλον να είναι σταθερά διαθέσιμο για να ενισχύσει τους μαθητές στις επιλογές ζωής χωρίς όμως αυτό να αποβαίνει απειλητικό ή ανταγωνιστικό για τους γονείς. Να βρίσκει δηλαδή το παιδί την ασφάλεια που χρειάζεται, και οι γονείς τις εξηγήσεις για τους κανόνες που υπάρχουν και που υποστηρίζονται από όλο το σχολικό πλαίσιο, τον εκπαιδευτικό, την πολιτεία, και την διοίκηση.

Επιπλέον το σχολικό περιβάλλον, μπορεί να επιδράει και επουλωτικά:
Σε μία διεθνή συνάντηση για την βία σε σχέση με την νεολαία που έγινε στην Βουδαπέστη, ένας εκπαιδευτικός, ο Άλαν Σπράνγκ, που ασχολείται με παιδιά παραβάτες τα οποία έκαναν κάποιο σοβαρό παράπτωμα και έχουν μια ειδική αγωγή, βασίζεται για να ωφελήσει αυτά τα παιδιά στις δυνατότητες που αυτά επιδεικνύουν και που είναι η άλλη όψη της αρνητικής τους συμπεριφοράς πάνω στην οποία ο παιδαγωγικός του στόχος μπορεί να βρει «πατήματα» για να τα βοηθήσει να επιλέγουν με σοφότερο τρόπο την συμπεριφορά τους. Οι δυνατότητες αυτές περιγράφονται από τον ίδιο ως εξής:
Τι θαυμάζω στους νέους με τους οποίους εργάζομαι
Αν ήταν δυνατό να λάβει κανείς υπόψη του όλες τις δυσκολίες που πέρασαν τα παιδιά αυτά στην ζωή τους, νομίζω πως θα θεωρούσαμε αξιοθαύμαστο το ότι επέζησαν τόσο καλά όσο είναι. Δικαιούνται τον απόλυτο σεβασμό κι εκτίμησή μου.
Έχουν πολλά να μας προσφέρουν:
Την μοναδική δική τους οπτική (την μοναδική έτσι κι αλλιώς, εμπειρία ζωής τους)
Αυθύπαρκτες ανθρώπινες ιδιότητες που κατόρθωσαν να τα στηρίξουν και που ίσως εμείς να έχουμε χάσει.
Μπορούμε να μάθουμε από αυτά, μαθήματα που μόνο αυτά μπορούν να μας δώσουν.
Αν κερδίσουμε αυτά για τον εαυτό μας μπορεί να γίνουμε περισσότερο δυνατοί.
Τα άτομα με τα οποία συνεργάζομαι έχουν τις εξής τάσεις:
Δεν φοβούνται την εξουσία – έχουν πολύ κουράγιο. Σε ένα εχθρικό κόσμο, είναι έτοιμα να σταθούν αντιμέτωποι με όλα αν το θεωρούν σωστό.
Αρνούνται να μείνουν παθητικά μέσα σε καταστάσεις που τους φαίνονται παράλογες – δεν συμβιβάζονται με πράγματα που τους φαίνονται λάθος.
Έχουν μια καλή αίσθηση του τι είναι δίκαιο και τι είναι άδικο και δεν διστάζουν να δραστηριοποιηθούν σε ότι θεωρούν σωστό.
Γενικά έχουν αλληλεγγύη μεταξύ τους και την αίσθηση του «όλοι για έναν και καθένας για όλους»
Ποιος δε θα ήθελε οι μαθητές του να έχουν τέτοια χαρακτηριστικά; Κάποιος ίσως που δεν θέλει μαθητές σκεπτόμενους και δραστήριους. Ένα σχολικό σύστημα που δεν θα έβαζε τους μαθητές στο επίκεντρο. Ο Άλαν θέλει να δούμε τα παιδιά σε σχέση με την υπόλοιπη ζωή τους αλλά και μέσα στην εκπαιδευτική σχέση με την οποία κι εμείς σαν εκπαιδευτικοί εξελίσσουμε τον εαυτό μας. Και συνεχίζει:
Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε κάνει διάφορες υποχωρήσεις στους στόχους της ζωής μας:
Αυτές οι υποχωρήσεις όταν τις κάναμε ήταν γιατί κρίναμε πως ήταν περισσότερο ασφαλής η επιλογή εκείνη παρά το να επιδιώξουμε όλα όσα θα θέλαμε. Λυγίσαμε κάτω από πιέσεις γονιών, σχολείων, και της κοινωνίας γενικότερα.
Αυτή η υποχώρηση μπορεί να είχε μεγάλο κόστος για εμάς. Αν θελήσουμε να σκεφτούμε τώρα αυτά τα όνειρα ίσως χρειαστεί να πενθήσουμε την απώλειά τους πριν τρέξουμε πίσω από τις σημερινές μας επιδιώξεις.
Το εμπόδιο που συναντάμε -που λέει ότι δεν γίνεται κάτι- μπορεί να πρέπει να μετακινηθεί πριν μπορέσουμε να προχωρήσουμε. Αυτό το εμπόδιο επηρέασε στο παρελθόν την ικανότητά μας να αγωνιζόμαστε για αυτό που πραγματικά θέλουμε και ίσως μας εμποδίζει ακόμα.
Θεωρώ την κατάθεση αυτή του Άλαν πολύτιμη για να μπορέσουμε, πίσω από τα προβλήματα που μπορεί να δημιουργεί η συμπεριφορά ενός μαθητή στο σχολικό περιβάλλον, να διακρίνουμε την δύναμη ενός νέου ανθρώπου να αντιστέκεται σε πιέσεις τις οποίες δεν καταλαβαίνει, με όποιον τρόπο έχει μάθει. Είναι ευκαιρία ανάλυσης και δράσης, αντί να προσδώσουμε απλώς τον αρνητικό χαρακτηρισμό που θα τσακίσει κι εμάς και το παιδί. Ευκαιρία να επιμείνουμε στην παιδαγωγική σχέση και να επαναδιαπραγματευτούμε τους κανόνες και τα όρια.
Filed under: Αποκλίνουσα Συμπεριφορά,Ανθρώπινη Ανάπτυξη,Διαχείριση Κρίσεων,Εφηβεία,Εκπαιδευτικό Υλικό,Εμψύχωση Ομάδας,Κείμενα,Νέα για Νέους,Οικογένεια,Συναισθηματική Αγωγή,Υγεία | Leave a comment »