Περίπου 700.000 παιδιά υποφέρουν από υποσιτισμό στην Κασάι, 400.000 από τα οποία «κινδυνεύουν να πεθάνουν» σε αυτή την περιοχή της κεντρικής Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, θύματα μιας σύγκρουσης από τον Σεπτέμβριο του 2016 έως τα μέσα του 2017, ανέφερε η Unicef. Η ενδοεθνική βία και οι συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας και των ένοπλων ομάδων-πολιτοφυλακών έχουν καταστροφικές επιπτώσεις στα παιδιά. Επιπλέον, περίπου 4,2 εκατομμύρια παιδιά διατρέχουν τον κίνδυνο σοβαρού υποσιτισμού ενώ η χώρα πλήττεται από την επιδημία «Έμπολα» Η κατάσταση εντείνεται από τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων των παιδιών, συμπεριλαμβανομένης της αναγκαστικής στρατολόγησης από ένοπλες ομάδες και της σεξουαλικής κακοποίησης.
Στο Ιράκ, ακόμη και αν οι συγκρούσεις έχουν μειωθεί σε μεγάλο βαθμό, τέσσερα παιδιά σκοτώθηκαν το Νοέμβριο στο βόρειο τμήμα της χώρας, όταν το φορτηγό που ταξίδευαν στο σχολείο δέχθηκε σε επίθεση. Τα παιδιά και οι οικογένειες που επιστρέφουν στα σπίτια τους σε περιοχές που είχαν προηγουμένως πληγεί από ακραία βία συνεχίζουν να εκτίθενται στον κίνδυνο μη εκραγέντων πυρομαχικών. Χιλιάδες οικογένειες παραμένουν εκτοπισμένες και τώρα αντιμετωπίζουν τις πρόσθετες απειλές των χειμερινών θερμοκρασιών και των πλημμυρών.
Στη Συρία, από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο του 2018, ο ΟΗΕ επαλήθευσε τη δολοφονία 870 παιδιών – τον υψηλότερο αριθμό που σημειώθηκε ποτέ στους πρώτους εννέα μήνες κάθε έτους από την έναρξη της σύγκρουσης το 2011.
Ο ανταρτοπόλεμος των τζιχαντιστών της Μπόκο Χαράμ, που άρχισε το 2009 στη βορειοανατολική Νιγηρία, έχει στοιχίσει τη ζωή σε τουλάχιστον 27.000 ανθρώπους, ανάμεσά τους χιλιάδες παιδιά και έχει προκαλέσει σοβαρή ανθρωπιστική κρίση, με τον εκτοπισμό 2,5 εκατομμυρίων κατοίκων. Μετά τη μαζική απαγωγή των νεαρών κοριτσιών στην Τσιμπόκ τον Απρίλιο του 2014, η πόλη και αρκετά κοντινά χωριά έχουν υποστεί επανειλημμένα επιθέσεις από τους τζιχαντιστές της Μπόκο Χαράμ και βέβαια τα σχολεία αποτελούν απαγορευμένη ζώνη. Οι ένοπλες ομάδες συνεχίζουν να στοχεύουν τα κορίτσια, τα οποία βιάζονται, αναγκάζονται να γίνουν σύζυγοι μαχητών ή να χρησιμοποιηθούν ως «ανθρώπινες βόμβες».
«Η γενοκτονία» των μουσουλμάνων Ροχίνγκια στη Μιανμάρ συνεχίζεται, κατήγγειλε ο επικεφαλής της αποστολής έρευνας του ΟΗΕ. Ο εξοστρακισμός, οι διακρίσεις σε βάρος μιας εθνοτικής ομάδας, η προσπάθεια παρεμπόδισης των γεννήσεων, ο εγκλεισμός των μειονοτικών σε στρατόπεδα συνεχίζουν να είναι παρόντα. Τα ίδια και όσον αφορά τα δικαιώματα στην ελεύθερη κυκλοφορία και τα εμπόδια πρόσβασης στην υγεία και την εκπαίδευση.
Στην Παλαιστίνη, σκοτώθηκαν πάνω από 50 παιδιά και το 2018 και τραυματίστηκαν εκατοντάδες, πολλά από τα οποία καταδεικνύουν την επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης στη Γάζα. Τα παιδιά στην Παλαιστίνη αλλά και στο Ισραήλ είναι μόνιμα εκτεθειμένα στο φόβο, στη βία και τους τραυματισμούς. Ειδικά στη Γάζα η ζωή για τα παιδιά είναι ένας περιορισμός.
Δύο χρόνια μετά την ανεξαρτησία του από το Σουδάν, το Νότιο Σουδάν βυθίστηκε το 2013 σε έναν εμφύλιο πόλεμο που έχει προκαλέσει τον θάνατο δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, τον εκτοπισμό έξι εκατομμυρίων και μια καταστροφική ανθρωπιστική κρίση. Ο επικεφαλής της υπηρεσίας του ΟΗΕ για τον συντονισμό της ανθρωπιστικής βοήθειας Μάρκ Λόουεκ, είπε ότι στο Νότιο Σουδάν βρίσκονται στο στάδιο 5 (δηλαδή πεθαίνουν της πείνας) περίπου 25.000 άνθρωποι, τα περισσότερα παιδιά.
Στην Υεμένη, ο ΟΗΕ έχει επαληθεύσει ότι 1.427 παιδιά σκοτώθηκαν τους τελευταίους μήνες. Τα σχολεία και τα νοσοκομεία δέχονται επίθεση ή χρησιμοποιούντα για στρατιωτικούς σκοπούς, αρνούμενα την πρόσβαση των παιδιών στο δικαίωμά τους στην εκπαίδευση και την υγειονομική περίθαλψη. Αυτό προκαλεί περαιτέρω κρίση σε μια χώρα όπου κάθε 10 λεπτά, ένα παιδί πεθαίνει λόγω ασθενειών που μπορούν να προληφθούν και 400.000 παιδιά υποφέρουν από έντονο υποσιτισμό. Η πείνα που μαστίζει την Υεμένη είναι δέκα φορές χειρότερη από εκείνη στο Νότιο Σουδάν, εκτίμησε ο επικεφαλής της υπηρεσίας του ΟΗΕ για τον συντονισμό της ανθρωπιστικής βοήθειας Μάρκ Λόουεκ.
Η εύθραυστη εκεχειρία που επιτεύχθηκε στο στρατηγικής σημασίας λιμάνι της Χοντέιντα και σε άλλα μέτωπα γέννησε ελπίδες για μια πολιτική διευθέτηση της κρίσης, παρότι συνοδεύθηκε από καταγγελίες των κυβερνητικών ότι οι αντάρτες Χούτι λυμαίνονται την ανθρωπιστική βοήθεια και από κατηγορίες των ανταρτών ότι οι κυβερνητικές δυνάμεις (μαζί με τους Άραβες και δυτικούς συμμάχους τους) χρησιμοποιούν την πείνα ως όπλο.
Τις παραμονές της πρωτοχρονιάς η εφημερίδα New York Times ανέδειξε μια άλλη διάσταση της ανθρωπιστικής κρίσης που… ενώνει τις μοίρες των φτωχών της Υεμένης και του Νότιου Σουδάν. Τις φέρνει τόσο πολύ κοντά, ώστε η επιβίωση των μεν να εξαρτάται από τον θάνατο των δε, καθώς η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα στρατολογούν μαχητές από το Σουδάν και τους βάζουν να πολεμήσουν για λογαριασμό τους στην Υεμένη. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, μεταξύ των μισθοφόρων είναι ανήλικα αγόρια καθώς και βετεράνοι πολεμιστές της διαβόητης πολιτοφυλακής Τζαντζαουίντ ή μέλη οικογενειών που καταστράφηκαν από τον πόλεμο του Νταρφούρ, μίας από τις πολλές συγκρούσεις στο εσωτερικό του Σουδάν, που έχει στοιχίσει τη ζωή 300.000 ανθρώπων και τον εκτοπισμό περισσότερων από 1 εκατομμύριο.
Οι μισθοφόροι μεταφέρονται αεροπορικώς στη Σαουδική Αραβία, όπου λαμβάνουν μια στοιχειώδη στρατιωτική εκπαίδευση τεσσάρων εβδομάδων πριν ριχτούν στις μάχες κατά των ανταρτών 2.000 χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο τους, με «μηνιάτικα» που κυμαίνονται από 480 δολάρια (για τους άπειρους) μέχρι 530 δολάρια για τους βετεράνους. Εφόσον επιζήσουν, οι Σουδανοί επιστρέφουν στην πατρίδα τους μετά από έξι μήνες, παίρνοντας επίσης ένα «μπόνους» 10.000 δολαρίων ο καθένας, ολόκληρη περιουσία για τα δεδομένα της πάμφτωχης χώρας. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες που κατέγραψε ο δημοσιογράφος Ντέιβιντ Κιρκπάτρικ, οι Σουδανοί που πήγαν στον πόλεμο της Υεμένης ανέρχονται σε πολλές χιλιάδες, ίσως και δεκάδες χιλιάδες. Σε αρκετές περιπτώσεις οι επίδοξοι μισθοφόροι χρειάστηκε να «λαδώσουν» αξιωματούχους για να πάνε στην Υεμένη. “Δώσαμε μίζα 1.300 δολάρια”, είπε ο αδελφός ενός Σουδανού αξιωματικού που δεν επέστρεψε ποτέ. Η χήρα του και τα τρία παιδιά τους πήραν αποζημίωση 35.000 δολάρια. «Αυτά έχει η ζωή» είπε ο αδελφός.
Η κυβέρνηση του προέδρου Ομάρ Αλ Μπασίρ, που αποτελεί τμήμα της αραβικής συμμαχίας, αρνείται να δώσει στοιχεία για τους στρατιώτες που έστειλε στην Υεμένη, τις αμοιβές ή τις απώλειες. Η Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ αρνούνται κατηγορηματικά ότι στρατολογούν παιδιά. Οι ανήλικοι οι οποίοι μίλησαν στον Αμερικανό δημοσιογράφο περιέγραψαν τις μάχες στις οποίες πήραν μέρος και τις τοποθεσίες υποστηρίζοντας ότι έκαναν τη βρόμικη δουλειά για εκείνες τις αραβικές χώρες που δεν αντέχουν να χάσουν δικούς τους πολίτες στον πόλεμο. Όσο για τον Μπασίρ, που κυβερνά το Σουδάν επί τρεις δεκαετίες, κατηγορείται μεν από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για εγκλήματα πολέμου στο Νταρφούρ, αλλά αυτό δεν εμποδίζει τις πλούσιες μοναρχίες του Κόλπου και τους δυτικούς συμμάχους τους να τον αντιμετωπίζουν ως έναν σημαντικό εταίρο.
Σημειώνεται ότι το 2019 σηματοδοτεί την 30ή επέτειο της σύμβασης-ορόσημο για τα δικαιώματα του παιδιού και την 70η επέτειο των συμβάσεων της Γενεύης, αλλά σήμερα περισσότερες χώρες εμπλέκονται σε εσωτερικές ή διεθνείς συγκρούσεις σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη στιγμή τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.
Πηγή: tvxs.gr