H οδός παιδαγωγικής της κρίσης, συνοψίζεται στη θέση «Δώστε το λόγο στα παιδιά!». Με έτοιμα παραμύθια ή αφηγήματα, με ιστορίες που πλάθει γι’ αυτόν το σκοπό ο μεγάλος, αλλά και μέσα από ιστορίες που, με τη βοήθεια του παιδαγωγού, πλάθουν τα ίδια τα παιδιά.
Ενδιαφέρουσα θέση που ανακύπτει από συνέντευξη που έδωσε ο ψυχαναλυτής Νίκος Σιδέρης στη δημοσιογράφο Αργυρώ Μουντάκη με αφορμή το θέμα της κρίσης από τη σκοπιά του ενήλικα, που θέλει να στηρίξει το παιδί. Ο ψυχαναλυτής και συγγραφέας αναλύει τις ψυχολογικές προεκτάσεις της δύσκολης αυτής κατάστασης και προτείνει μηχανισμούς στήριξης στο παιδί, μέθοδοι όμως που μπορούν να υποστηρίξουν πολύ καλά και τον ενήλικα.
Η ανθρώπινη σχέση, η αλληλεγγύη του Έλληνα, ο υπαρξιακός χρόνος, ή αλλιώς η ελληνική αίσθηση του χρόνου, και η επινοητικότητα του Έλληνα είναι στοιχεία που καλό θα ήταν να τονίσουμε και να ενδυναμώσουμε. Αλλά ο συγγραφέας δίνει και περαιτέρω βοήθεια στον ενήλικα, που αγωνιά για τη σχέση του με το παιδί. Η προτροπή να εκφραστεί το ίδιο το παιδί, να μιλήσει με λόγια μα και στο χαρτί και η ανάγνωση παραμυθιών σε οικογενειακό επίπεδο, είναι λύσεις κλειδιά για το ξεκλείδωμα των δυσκολιών.
Η βιωμένη εμπειρία της κρίσης από τη μια, αλλά και η πολιτική και επικοινωνιακή μεθοδολογία διακυβέρνησης εδώ και 33 χρόνια από την άλλη, έχουν προκαλέσει σοβαρές δυσλειτουργίες στη σκέψη των ανθρώπων και γενικότερα στον τρόπο της ψυχικής τους λειτουργίας. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι εξής:
• Η σκέψη είναι μουδιασμένη: Αδυνατεί να ολοκληρώσει την επεξεργασία των θεμάτων που αντιμετωπίζει. Ο ρυθμός της υστερεί ως προς το ρυθμό εξέλιξης της πραγματικότητας. Και την επιβραδύνουν βαριά συναισθήματα – κυρίως απόγνωση, ανήμπορη οργή, έλλογος και άλογος φόβος και αγωνιώδης αναμονή.
• Ο λόγος έχει χάσει την εγκυρότητά του: Οι λέξεις βλέπουν το νόημά τους να διαλύεται. Ο κυρίαρχος δημόσιος λόγος βασίζεται στο «τρέλαινε, διαίρει και βασίλευε». Θεσμοί και νόμοι δυσλειτουργούν και αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Κανείς δεν πιστεύει κανέναν. Και πολλά από τα πράγματα που φέρνει η κρίση είναι τόσο πρωτόγνωρα, που δεν μπορούμε να τα ονοματίσουμε επαρκώς. Όμως, σκέψη δίχως πρόσφορες λέξεις και έγκυρο λόγο είναι πρακτικά ακατόρθωτη.
• Η ίδια η φαντασία έχει μουδιάσει. Αυτά που ζούμε πολλές φορές δεν τα χωράει ο νους, και με την έννοια ότι ξεπερνούν και όσα προσπαθεί να πλάσει η φαντασία για να δώσει μορφή και νόημα στα πράγματα. Χαρακτηριστικά, παρά το ότι αρκετά έργα (λογοτεχνικά, εικαστικά, μουσικά) έχουν θέμα τους την κρίση, ακόμη δεν έχει δημιουργηθεί εκείνο το έργο που στ’ αλήθεια θα μας λέει τι είναι αυτό το αδιανόητο που ζούμε. Το πιο εύγλωττο ίσως παράδειγμα: Δεν έχει ακόμη βρεθεί εκείνο το τραγούδι που θα πει τους καημούς και τους πόνους μας, όπως έγινε με το «Μην απελπίζεσαι» του Τσιτσάνη στον Εμφύλιο ή με το «Πότε θα κάμει ξαστεριά» στη Χούντα.
Σ’ αυτές τις συνθήκες, συμβαίνει το εξής: Και τα παιδιά βιώνουν την κρίση. Είτε άμεσα –για παράδειγμα, ως αλλαγή στον τρόπο ζωής της οικογένειας και του ίδιου του παιδιού (κατοικία, ένδυση, διατροφή, διασκεδάσεις, παιχνίδια, δραστηριότητες)− είτε έμμεσα, ως κλίμα βαρύ μέσα στο σπίτι, ή ως προβλήματα φίλων και γνωστών, ή από τις ειδήσεις και συζητήσεις που ακούνε. Όμως, τα παιδιά από μόνα τους δε διαθέτουν ούτε επαρκείς γνώσεις, ούτε ανάλογες εμπειρίες αντιξοότητας, ούτε κατάλληλα διανοητικά εργαλεία, ούτε και τη συναισθηματική αντοχή που απαιτείται για να επεξεργαστούν τα βιώματα και τις πληροφορίες που τους φέρνει η κρίση. Για να παραστήσουν, να κατανοήσουν, να νοηματοδοτήσουν και να αντιμετωπίσουν την κρίση, τα παιδιά χρειάζονται τους μεγάλους (κυρίως τους γονείς και τους παιδαγωγούς). Με την όλη στάση τους, και πάνω απ’ όλα με τα λόγια τους, οι μεγάλοι καλούνται να προσφέρουν στα παιδιά προστασία και προσανατολισμό· ομπρέλα και λόγια.
Εδώ ανακύπτει το ερώτημα: Πώς μιλάμε στο παιδί για την κρίση; Μπορούμε να πούμε αρκετά γι’ αυτό το θέμα. Ωστόσο, ένα καίριο σημείο είναι το εξής: Τα γυμνά επιχειρήματα, που δεν αγγίζουν τη φαντασία και το συναίσθημα του παιδιού, δύσκολα θα πιάσουν τόπο μέσα στην ψυχή του. Για να μπορέσουν να πιάσουν τόπο, τα λόγια των μεγάλων χρειάζεται να μιλούν και στο μυαλό και στο συναίσθημα και στη φαντασία του παιδιού.
Γι’ αυτό, το καλύτερο μέσον για να μιλήσουμε στο παιδί για την κρίση είναι να του μιλάμε με ιστορίες. Τα παραμύθια (και γενικότερα η μυθοπλασία) δεν είναι παραγέμισμα της ώρας και αντιπερισπασμός στη δυσκολία. Είναι ο καλύτερος τρόπος για να δείξουμε στο παιδί και τι είναι αυτό που ζούμε, και πώς αντιμετωπίζουμε την αντιξοότητα· έτσι που η δυσκολία να μας βοηθήσει να γίνουμε και καλύτεροι. Ειδικότερα, παραμύθια όπως «Ο λυπημένος πρίγκιπας» του Όσκαρ Ουάιλντ ή «Η τελευταία μαύρη γάτα» του Ευγένιου Τριβιζά μπορούν να φωτίσουν το μυαλό και να ζεστάνουν την καρδιά του παιδιού. Όχι κρύβοντας, αλλά φανερώνοντας την πραγματικότητα και δείχνοντας τη στάση που μπορούμε να τηρήσουμε – και όλα αυτά με τρόπο που συναντά το παιδί εκεί που στ’ αλήθεια κατοικεί η ψυχή του: Στον κόσμο της φαντασίας και της συγκίνησης.
Η κρίση, πέρα από τα κακά της, έφερε και κάτι θετικό. Δηλαδή, έξυσε και διέλυσε το βερνίκι της μεγάλης αυταπάτης που τόσον καιρό μάς ξεπλάνευε, και που τ’ όνομά της είναι «καταναλωτικός ναρκισσισμός» («καμαρώνω επειδή καταναλώνω»), κι έφερε πάλι στην επιφάνεια τη μακραίωνη σοφία του ελληνικού τρόπου ζωής και αντιμετώπισης της αντιξοότητας, η οποία στηρίζεται στα εξής: ανθρώπινη σχέση – η Ελλάδα πάντα ήταν και παραμένει μια κοινωνία αλληλεγγύης −, ανοιχτό μυαλό, που ψάχνει ή και επινοεί λύσεις σε προσωπικές καταστάσεις που μοιάζουν αδιέξοδες, έστω και αν η λύση είναι οδυνηρή, όπως ο μαζικός εκπατρισμός των νέων ιδίως ανθρώπων, και υπεράσπιση της αξιοπρέπειας, ακόμη κι αν κάποιοι απεγνωσμένοι μερικές φορές κάνουν εκπτώσεις, όχι όμως επειδή είναι αναξιοπρεπείς, αλλά επειδή είναι εξαθλιωμένοι και απελπισμένοι.
Η οικονομική κρίση είναι ο συνδυασμένος καρπός μακρόχρονων διεργασιών, που κύρια πηγή τους είναι η οικονομική, πολιτική και ιδεολογική λειτουργία συγκεκριμένων δυνάμεων, οι οποίες, για να διαιωνίσουν την κυριαρχία τους, καλλιέργησαν τέσσερα κακά:
– την αλλοτρίωση των ανθρώπων μέσω του καταναλωτισμού και της άκοπης ευμάρειας με δανεικά·
– ένα σύστημα συνενοχών, που βασίζεται στην αρχή «άρπαζε κι άσε τους άλλους ν’ αρπάζουν» (ανομία και διαφθορά)·
– τη διακυβέρνηση με βάση τη μέθοδο του «τρέλαινε, διαίρει και βασίλευε», ήτοι, τη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού·
– τον ευνουχισμό της πολιτικής σκέψης και γενικότερα της ικανότητας για νηφάλια και ορθολογική σκέψη.
Κι έτσι συμπαρέσυραν άτομα και κοινωνία ολόκληρη στο τρομερό σήμερα.
Βλέπω όμως την επανάκαμψη της αλληλεγγύης και της ανθρώπινης σχέσης, που καταλαμβάνουν και πάλι τη θέση που τους αξίζει στην κοινωνική και προσωπική ζωή, καθώς η μεγάλη αυταπάτη του καταναλωτικού ναρκισσισμού έχει δείξει την ουσία της: το Τίποτα.
Η κρίση επηρεάζει την ψυχική τους αντοχή των γονέων επειδή, ακόμη κι αν εσύ προσωπικά δεν υποφέρεις τόσο, άλλοι άνθρωποι υποφέρουν και η γενική ατμόσφαιρα είναι ένα πένθιμο μούδιασμα, που ποτίζει τα πάντα. Ωστόσο, στο προσωπικό επίπεδο, υπάρχει αντίδοτο σ’ αυτή την κακοδαιμονία, που έχει ως βασικά συστατικά του αυτά που προαναφέρθηκαν: ανθρώπινη σχέση, ευρυγώνια ματιά, σκέψη και προσπάθεια, αξιοπρέπεια. Όσο πληρέστερα οι γονείς επιτελούν το πένθος της αυταπάτης και υιοθετούν αυτό το αντίδοτο, τόσο καλύτερα θα μπορέσουν να σταθούν στα παιδιά τους.
Ο ελληνικός πολιτισμός είναι βασισμένος στην ανθρώπινη σχέση, στην οικειότητα της γνωριμίας και στην αυθεντική ευγένεια της αρχοντιάς του λαού μας, που βασίζεται στην τέχνη να κάνεις όμορφο και αρκετό το λίγο. Η λαίλαπα του καταναλωτισμού και του ξεριζωμού αφαίρεσε τις αναφορές που υποστηρίζουν την αρχοντιά αυτή, με αποτέλεσμα να δοκιμάζεται άσχημα και η βαθιά ευγένεια των ανθρώπων.
Πηγή: fractalart.gr
Filed under: Ανθρώπινη Ανάπτυξη,Διαχείριση Κρίσεων,Εφηβεία,Εκπαιδευτικό Υλικό,Εμψύχωση Ομάδας,Κείμενα,Νέα για Νέους,Οικογένεια,Συναισθηματική Αγωγή,Υγεία | Leave a comment »